βάδος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάδος Medium diacritics: βάδος Low diacritics: βάδος Capitals: ΒΑΔΟΣ
Transliteration A: bádos Transliteration B: bados Transliteration C: vados Beta Code: ba/dos

English (LSJ)

ὁ,
A walk, βάδον βαδίζειν, coined by Ar.Av.42.
II v. βάτος.

Spanish (DGE)

v. 2 βάτος.
-ου, ὁ paso βάδον βαδίζειν dar un paso Ar.Au.42.

German (Pape)

[Seite 423] ὁ, Weg, βάδον βαδίζειν Ar. Av. 42.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marche.
Étymologie: R. Βα, marcher.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάδος -ου, ὁ βαίνω mogelijk kom. woordvorming, gang, loop:. διὰ ταῦτα τόνδε τὸν βάδον βαδίζομεν daarom gaan wij deze gang Aristoph. Av. 42.

Russian (Dvoretsky)

βάδος: (ᾰ) ὁ ход, путь (βὰδον βαδίζειν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

βάδος: ὁ, περιπάτημα, περίπατος, βάδισις, ὁδός, βάδον βαδίζειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 42.

Greek Monolingual

βάδος, ο (Α) βαδίζω
βάδιση, περπάτημα.

Greek Monotonic

βάδος: ὁ (βαίνω), περίπατος, βάδον βαδίζειν, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

βαίνω
a walk, βάδον βαδίζειν Ar.