βάιον
Greek Monolingual
βάϊον και βαΐον, το (AM) και βάϊς, η (Α)
το βάγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο αιγυπτιακής προελεύσεως
πρβλ. κοπτ. bai, νεοαιγυπτ. b'j)].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
Greek Monotonic
βάιον: τό=βάϊς, ἡ, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
= βάις, NTest.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάιον -ου, τό βάϊς palmtak.