βέρκιος

English (LSJ)

ἔλαφος (Lacon.), Hsch. βερκνίς· ἀκρίς, Id. (cf. βρεῦκος). βερνώμεθα· κληρωσώμεθα (Lacon.), and βερρέαι· κληρῶσαι (prob. = μείρεαι), Id. βέρρης, ου, ὁ, = δραπέτης, a fugitive; and βερρεύω, = δραπετεύω, Id. βερρόν, = βειρόν, Id. βερωνετῶν· ἀλλὰ ἀνετῶν, Id. βέσκεροι· ἄρτοι (Lacon.), Id. βεσόν· ἔθος, Id. (prob. Lacon. = ϝεθόν). βεστικός· ὁ τῶν ἐσθήτων ἔμπειρος cj. in Id. s.v. βεσόν. (Cf. vestis.)

Spanish (DGE)

-ου, ὁ lacon. ciervo Hsch.

Frisk Etymological English

Meaning: ἔλαπος ὑπὸ Λακώνων H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. S. Bourguet, Dial. lacon. 63 n. 4.