βαμβακοειδής
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
βαμβακοειδές, like cotton, v.l. for βομβυκ-, Dsc.3.16.
Spanish (DGE)
-ές semejante al algodón ὑφή Dsc.3.16 (var.).
Greek Monolingual
-ές (Μ βαμβακοειδής, -ές)
όμοιος με βαμβάκι.