βασίζω

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Greek Monolingual

Ι. 1. στηρίζω κάτι σε ορισμένη βάση, θεμελιώνω
II. (-ομαι)
1. στηρίζομαι σε κάποια εγγύηση
2. έχω ελπίδα, πεποίθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάσις(-η). Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)].