καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Full diacritics: βεβολήατο | Medium diacritics: βεβολήατο | Low diacritics: βεβολήατο | Capitals: ΒΕΒΟΛΗΑΤΟ |
Transliteration A: bebolḗato | Transliteration B: bebolēato | Transliteration C: vevoliato | Beta Code: bebolh/ato |
βεβολημένος, v. βάλλω.
v. βάλλω.
3ᵉ pl. poét. pqp. Pass. épq. de βάλλω.
βεβολήατο: βεβολημένος, ἴδε ἐν λ. βάλλω.
see βάλλω.
βεβολήατο: βεβολημένος, βλ. *βολέω.