βερνικώνω
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
1. αλείφω μια επιφάνεια με βερνίκι, στιλβώνω, λουστράρω
2. φρ. (για πρόσωπα) «κέρατο βερνικωμένο» — δύστροπος, κακός, αντιπαθητικός.