βλάμης

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. βλάμισσα, η)
1. αδερφοποιτός, αυτός που έχει ορκιστεί να κρατήσει αδελφική φιλία με κάποιον
2. φίλος, σύντροφος
3. εραστής, αγαπητικός
4. ψευτοπαληκαράς
5. κουμπάρος
6. ονομασία των μελών κατώτερου βαθμού της Φιλικής Εταιρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αλβ.) vlum ή vellam].