βρακοζώνα
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
η και βρακοζώνι, το (Μ βρακοζώνι)
ζώνη από σκοινί ή ύφασμα με την οποία σφίγγεται η βράκα ή το βρακί (το εσώρουχο) στη μέση του σώματος
νεοελλ.
φρ.
1. «τον έχει δεμένο στο βρακοζώνι της» — του επιβάλλει τη θέλησή της
2. «λόγια της βρακοζώνας» — άσεμνα λόγια
3. «έδεσε τη βρακοζώνα» — είναι εγκρατής
4. «της έλυσε τη βρακοζώνα» — συνουσιάστηκε μαζί της.