βόστρ
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
βόστρ: -ῠχος, ὁ, πλ. βόστρυχα ἐν Ἀνθ. Π. 5. 260· (ἴδε ἐν λ. βότρυς): - πλέγμα τριχῶν, πλόκαμος, πλεξίδα τριχῶν, Ἀρχίλ. 52, Αἰσχύλ. Χο. 178, κτλ. 2) ποιητ., ὡς τὸ ἕλιξ, πᾶν ὅ, τι εἶναι συνεστραμμένον ἢ συμπεπλεγμένον ἑλικοειδῶς, πυρὸς β., ἐπὶ ἀστραπῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1044, πρβλ. Βαλκ. Φοιν. 1261· ἴδε βοστρύχιον. ΙΙ. ἔντομον πτερυγοφόρον, κατά τινας τὸ ἄρρεν τῆς πυγολαμπίδος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 19, 14.