γάμπια

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

η
1. το μικρό ιστίο της πλώρης
2. πληθ. κοινή ονομασία του δόλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gabbia].