γαιογνώστης

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που γνωρίζει καλά την ποιότητα και την αξία των γαιών οι οποίες προσφέρονται για καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο- < γαία + γνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Κούμα].