γαλακτοπωλείο

From LSJ

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source

Greek Monolingual

το
κατάστημα στο οποίο πουλάνε γάλα και προϊόντα του γάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλακτοπώλης. Η λ. γαλακτοπωλείον μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζάντιου].