γλάξ
From LSJ
English (LSJ)
v. γλαύξ III. γλάπτω, = γλάφω, EM233.7.
Spanish (DGE)
-ακός, ἡ
bot. n. de una planta que hace subir la leche a las parturientas, Hdn.Gr.1.395, Arc.125.5, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
γλάξ: ἡ, φυτὸν μὲ γαλακτώδη χυλόν, Ἀρκάδ. 125, Ε. Μ. 232, κτλ., διορθωθὲν παρὰ τῷ Διοσκ. 4. 141, καὶ Γαλην. ἀντὶ γλαῦξ.
German (Pape)
ἡ, eine Pflanze mit milchigem Safte, Vetera Lexica.