γνῶμα
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
English (LSJ)
γνώματος, τό, (γνῶναι)
A mark, token, Hdt.7.52; test, S. Tr.593; of an ass's teeth, Arist.HA577b3.
II opinion, judgement, A. Ag.1352, E.Heracl.407.
III = Lat. groma, Suid.
Spanish (DGE)
γνώματος, τό
1 señal de reconocimiento, prueba ἔχομεν γ. μέγιστον tenemos una prueba irrefutable Hdt.7.52
•señal, marca que indica la edad, de caballos ἐὰν τέκῃ πρὶν τὸ γ. λιπεῖν si pare antes de perder la marca, e.d., los dientes, Arist.HA 577b3, de bueyes, Sch.Luc.Lex.6, de los dientes de leche de un niño νέα δ' ἔτ' ἐστίν, οὐχ ὁρᾷς; καὶ γ. ἔχει Com.Adesp.572, cf. 573.
2 certeza, seguridad adquirida por la experiencia ὡς οὐδ' εἰ δοκεῖς ἔχειν ἔχοις ἂν γ., μὴ πειρωμένη S.Tr.593
•de ahí opinión κἀγὼ τοιούτου γνώματος κοινωνὸς ὤν A.A.1352, ἓν δὲ πᾶσι γ. ταὐτὸν ἐμπρέπει entre todas destaca una sola e idéntica opinión E.Heracl.407
•juicio πυκινοῦ γνώματος ἐξέβαλον Call.Fr.80.9.
3 lugar o punto de reunión en un campamento militar, situado junto a la tienda del general, Sud.
German (Pape)
[Seite 498] τό, 1) Kennzeichen, Beweis, Her. 7, 52; Arist. H. A. 6, 23; com. bei Eust. 1404, 61. – 2) Erkenntniß, Soph. Tr. 590; Meinung, Aesch. Ag. 1325; Eur. Heracl. 408. – Bei Suid. das Feldmessergerät, groma; auch der Mittelpunkt des abgesteckten Lagers.
French (Bailly abrégé)
γνώματος (τό) :
1 signe de reconnaissance;
2 connaissance, savoir, particul. certitude acquise par l'expérience ; opinion, avis, pensée.
Étymologie: γιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γνῶμα γνώματος, τό γιγνώσκω
1. teken, herkenningsteken; Hdt. 7.52.1; bewijs. Soph. Tr. 593.
2. mening, opinie, oordeel.
Russian (Dvoretsky)
γνῶμα: γνώματος τό
1 признак, примета (γ. μέγιστόν τινος Her.);
2 Arst. = γνώμων 8;
3 сведение, познание, знание Soph.;
4 мнение, суждение (πάντων Eur.): τοιούτου γνώματος κοινωνὸς ὤν Aesch. разделяя это мнение.
Middle Liddell
γιγνώσκω
I. a mark, token, like γνώρισμα, Hdt., Soph.
II. an opinion, judgment, = γνώμη, Aesch., Eur.
Greek Monolingual
γνῶμα, το (Α) γιγνώσκω
1. τεκμήριο
2. γνώμη, κρίση.
Greek Monotonic
γνῶμα: γνώματος, τό (γιγνώσκω),
I. σημάδι, τεκμήριο, δείγμα όπως το γνώρισμα, σε Ηρόδ., Σοφ.
II. γνώμη, κρίση, εκπεφρασμένη αντίληψη = γνώμη, σε Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
γνῶμα: τό, (√ΓΝΟ, γνῶναι) σημεῖον, τεκμήριον, ὡς τὸ γνώρισμα, Ἡρόδ. 7. 52, Σοφ. Τρ. 593· ἐπὶ τῶν ὀδόντων τοῦ ἵππου (ἴδε γνώμων ΙΙΙ), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 23, 4. ΙΙ. = γνώμη, κρίσις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1352, Εὐρ. Ἡρακλ. 407. ΙΙΙ. = Λατ. groma, τὸ μέσον τοῦ στρατοπέδου, Σουΐδ.