γυψωτός

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυψωτός Medium diacritics: γυψωτός Low diacritics: γυψωτός Capitals: ΓΥΨΩΤΟΣ
Transliteration A: gypsōtós Transliteration B: gypsōtos Transliteration C: gypsotos Beta Code: guywto/s

English (LSJ)

γυψωτή, γυψωτόν, plastered, Hsch. s.v. τιτανωτή.

Spanish (DGE)

-ή, -όν revocado Hsch.s.u. τιτανωτή χρόα.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γυψωτός, -ή, -όν) γυψώ
1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο
2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο.