δάρσις
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
English (LSJ)
-εως, ἡ, (δέρω) separation of parts united by cellular tissue by tearing, Herophil. ap. Gal.2.349, cf. Gal.2.483, etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. desgarramiento de tejidos ὁ γὰρ ὑμὴν τῶν ὑποκειμένων σωμάτων ἑαυτῷ ἀπολύεται κατὰ δάρσιν Herophil.72, cf. Gal.2.483, 13.599.
German (Pape)
[Seite 523] ἡ, das Abhäuten, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δάρσις: -εως, ἡ, (δέρω) = γδάρσιμον, ἀφαίρεσις τοῦ δέρματος, Ἡρόφιλ. παρὰ Γαλην. 2. 349.
Greek Monolingual
δάρσις, η (Α)
το γδάρσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω. Μτγν. τ. της ιατρικής ορολογίας που αντιστοιχεί επακριβώς με το αρχ. ινδ. dŕti-].