δήλωση

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

Greek Monolingual

η (AM δήλωσις) δηλώ
1. το να δηλώσει κάποιος κάτι, η γνωστοποίηση
2. εκδήλωση, ένδειξη
νεοελλ.
1. υπεύθυνη και επίσημη ανακοίνωση τών αρχών για πράγματα που ενδιαφέρουν τους πολίτες («δηλώσεις τὴς κυβερνήσεως»)
2. υπεύθυνη ανακοίνωση ιδιώτη προς κάποια αρχήδήλωση γεννήσεως, γάμου...»)
3. φρ. α) «δήλωση βουλήσεως», δικαιοπραξία
β) «υπεύθυνη δήλωση» — δήλωση ιδιώτη στις αρχές, έγγραφη, για οποιοδήποτε ζήτημα, με την προϋπόθεση ότι ο δηλών έχει την ευθύνη της αλήθειας της δηλώσεως και τιμωρείται αν αποδειχθεί ψευδής
γ) «δήλωσις πλειστηριασμού» — δημόσια διακήρυξη πλειστηριασμού
μσν.
επιγραφή, τίτλος
αρχ.
1. διαταγή, εντολή («ἀνευ τῆς τῶν ἀρχόντων δηλώσεως», Πλάτ.)
2. (ειδ. στην ΠΔ) η μετάφραση του εβραϊκού Urim («καὶ ἐπέθηκεν.. ἐπὶ τὸ λογεῖον τὴν δήλωσιν καὶ τὴν ἀλήθειαν», ΠΔ).