δαμαρίππεως
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
ω, a kind of fig, Eup.407.
Spanish (DGE)
(δᾰμᾰρίππεως) -ω, ὁ
esposa del jinete, n. de un tipo de higo Eup.443, Choerob.in Theod.1.253.35.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμαρίππεως: -ω, εἶδος σύκου, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 83, Β. Α. 1197.
Greek Monolingual
δαμαρίππεως (-ω) (Α)
είδος σύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάμαρ + ιππεύς, σχηματισμός που οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία].