δαρμός
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
azote ἥδομαι μεμνημένος τῶν δαρμῶν ἐκείνων ἐξ ὧν ἐπεγένετό μοι σοφία Anon.in Rh.65.16, στύφετε αὐτὰ (sc. τὰ τέκνα) καὶ δαρμοῖς καὶ ποιεῖτε ὑποτακτικὰ Const.App.4.11.4, cf. Heph.Astr.2.30.16, Hsch.s.u. μάστιγας.
Greek Monolingual
ο (AM δαρμός) δέρω
το να δέρνει κανείς κάποιον με τα χέρια, με ξύλο ή μαστίγιο
νεοελλ.
1. θρήνος, οδυρμός («με λιγωμάρες και δαρμούς τον αποχαιρετούσα», Ερωτόκριτος)
2. παροιμ. «δαρμός, αγιασμός» — πρέπει να δέρνεται ο απείθαρχος.