δασυχαίτης

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δασυχαίτης Medium diacritics: δασυχαίτης Low diacritics: δασυχαίτης Capitals: ΔΑΣΥΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: dasychaítēs Transliteration B: dasychaitēs Transliteration C: dasychaitis Beta Code: dasuxai/ths

English (LSJ)

δασυχαίτου, ὁ, shaggy-haired, τράγος AP6.32 (Agath.).

Spanish (DGE)

(δᾰσῠχαίτης) -ου
• Alolema(s): -τας AP 6.32 (Agath.)
de abundante cabellera τράγος AP l.c., Κάλχας Tz.PH 666.

German (Pape)

[Seite 524] zottig, Bock, Agath. 29 (VI, 32).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au poil touffu (bouc).
Étymologie: δασύς, χαίτη.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσυχαίτης: косматый (τράγος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δασυχαίτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τραχεῖαν καὶ πυκνὴν τρίχα, τράγος, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 32.

Greek Monolingual

δασυχαίτης, ο (AM)
1. (για άνθρωπο) αυτός που έχει πυκνά μαλλιά
2. (για ζώο) εκείνο που έχει πυκνό τρίχωμαδασυχαίτης τράγος»).

Greek Monotonic

δασυχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), πυκνόμαλλος, αυτός που έχει μαλλιαρή και πυκνή χαίτη, σε Ανθ.

Middle Liddell

χαίτη
shaggy-haired, Anth.