δασυχαίτης
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
δασυχαίτου, ὁ, shaggy-haired, τράγος AP6.32 (Agath.).
Spanish (DGE)
(δᾰσῠχαίτης) -ου
• Alolema(s): -τας AP 6.32 (Agath.)
de abundante cabellera τράγος AP l.c., Κάλχας Tz.PH 666.
German (Pape)
[Seite 524] zottig, Bock, Agath. 29 (VI, 32).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
au poil touffu (bouc).
Étymologie: δασύς, χαίτη.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσυχαίτης: косматый (τράγος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δασυχαίτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τραχεῖαν καὶ πυκνὴν τρίχα, τράγος, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 32.
Greek Monolingual
δασυχαίτης, ο (AM)
1. (για άνθρωπο) αυτός που έχει πυκνά μαλλιά
2. (για ζώο) εκείνο που έχει πυκνό τρίχωμα («δασυχαίτης τράγος»).
Greek Monotonic
δασυχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), πυκνόμαλλος, αυτός που έχει μαλλιαρή και πυκνή χαίτη, σε Ανθ.