δενδροφύτευση

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

η
το φύτεμα δένδρων, το να φυτεύει κανείς δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δενδροφυτεύω. Η λ., στον λόγιο τ. δενδροφύτευσις, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].