δευτερόπρωτον

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευτερόπρωτον Medium diacritics: δευτερόπρωτον Low diacritics: δευτερόπρωτον Capitals: ΔΕΥΤΕΡΟΠΡΩΤΟΝ
Transliteration A: deuteróprōton Transliteration B: deuteroprōton Transliteration C: defteroproton Beta Code: deutero/prwton

English (LSJ)

σάββατον, τό, prob. corrupt in Ev.Luc.6.1 (no expl. is satisfactory).

Greek (Liddell-Scott)

δευτερόπρωτον: σάββατον, τό, ἐν τῷ Εὐαγγ. Λουκ. Ϛ΄, 1 (κατὰ τὸν Scaliger), τὸ πρῶτον σάββατον μετὰ τὴν δευτέραν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων· ὁ Wieseler (ἴσως ὀρθότερον) λέγει ὅτι εἶναι τὸ πρῶτον σάββατον τοῦ δευτέρου ἔτους τῆς τῶν ἐτῶν ἑβδομάδος (δηλ. τοῦ ἔτους τοῦ μετὰ τὸ σαββατικόν)· - παρὰ τοῖς Ἐκκλ. συγγραφ., ἡ δ. κυριακὴ ἦτο ἡ πρώτη μετὰ τὸ Πάσχα Κυριακή, Δουκάγγ.

Greek Monolingual

δευτερόπρωτον, το (AM)
φρ. «δευτερόπρωτον Σάββατον» — πιθανώς το Σάββατο μετά την εορτή του ιουδαϊκού Πάσχα, το οποίο θεωρείται πρώτο.

Middle Liddell

δευτερόπρωτον, σάββατον the first sabbath after the second day of the feast of unleavened bread, or the first sabbath of the second year (i. e. of the year after the sabbatical year), NTest.