διάβολος

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάβολος Medium diacritics: διάβολος Low diacritics: διάβολος Capitals: ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Transliteration A: diábolos Transliteration B: diabolos Transliteration C: diavolos Beta Code: dia/bolos

English (LSJ)

διάβολον,
A slanderous, backbiting, γραῦς Men.878, cf. Phld.Lib.p.24O.: Sup. διαβολώτατος Ar.Eq.45; διάβολόν τι, aliquid invidiae, And.2.24; τὸ δ. Plu.2.61d.
II Subst., slanderer, Pi. Fr.297, Arist.Top.126a31, Ath.11.508d; enemy, LXX Es.7.4, 8.1: hence, = Sâtân, ib.1Chr.21.1; the Devil, Ev.Matt.4.1, etc.
III Adv. διαβόλως = injuriously, invidiously, Th.6.15; χρῆσθαί τινι Procop. Arc.2.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers. o seres demónicos
1 de pers. divulgador indiscreto, difamador, calumniador, charlatán s. cont., Pi.Fr.297, unido a otros adj. peyor. πανουργότατος καὶ διαβολώτατος del Paflagonio, Ar.Eq.45, δ. καὶ φέναξ Arist.Top.126b9, cf. Ph.2.268, τυραννικοὶ καὶ ... δ. Ath.508d, cf. Vett.Val.70.17, ἄνθρωποι Plu.2.490e, 2Ep.Ti.3.3, cf. Vit.Aesop.G 110, οἰκέτης Plu.2.479a, de mujeres γραῦς Men.Fr.803, cf. 1Ep.Ti.3.11, Ep.Tit.2.3, χήρα Const.App.3.12.3, reprobable en el auténtico amigo, Phld.Lib.fr.50.3, en el diácono, Polyc.Sm.Ep.5.2, οἱ ἀεὶ διαφθείροντες ἡγεμόνας ... διάβολοι Plu.2.778d, ἵνα μὴ ὡς διάβολοι λογισθῶμεν Corp.Herm.13.22, c. gen. obj. ἵνα μὴ ὦμεν διάβολοι τοῦ παντὸς εἰς τοὺς πολλούς para que no seamos indiscretos charlatanes del Todo ante todos, Corp.Herm.13.13
subst. τοὺς ... διαβόλους ... ἐμίσει X.Ages.11.5, Αμαν ὁ δ. Amán el calumniador de los judíos, LXX Es.8.1, cf. 7.4
ὁ Δ. El Calumniador tít. de una comedia de Apolodoro Caristio, Stob.3.6.11, de otra de Nicóstrato, Ath.474b.
2 suprahumano, en lit. jud.-crist., subst. ὁ δ. el Diablo
a) como el falso acusador o calumniador por excelencia: inicialmente de rango equiv. al angélico, LXX Ib.1.6, Za.3.1, Ps.108.6, Eu.Matt.25.41, Ep.Iud.9, que se incluye en la esfera de la muerte φθόνῳ δὲ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον LXX Sap.2.24, cf. Ep.Hebr.2.14, del dolor, Iren.Lugd.Haer.1.5.4, de la oscuridad, Procop.Gaz.M.87.45B
identificado con Δράκων ὁ μέγας καὶ ὁ Σατανᾶς Apoc.12.9, cf. Thdt.Affect.3.100, jerarca de los demonios ὁ ἀρχηγέτης τῶν κακῶν δαιμόνων ... καλεῖται καὶ Σατανᾶς καὶ δ. Iust.Phil.1Apol.28.1, cf. Clem.Al.Strom.5.14.92, Gr.Nyss.Eun.2.539, μέγας δαίμων ὁ δ. Ath.Al.M.25.540B
primera criatura, Didym.Trin.1.17.4, señor del aire, Gr.Nyss.46.456B, entre los gnósticos ἄρχων τοῦ κόσμου Hippol.Haer.6.34.1, nacido de la Σοφία gnóstica, Cyr.H.Catech.6.18, op. a Dios en la doctrina maniquea, Epiph.Const.Haer.66.8, Synes.Ep.42 (p.74)
en explicaciones etim. δ. ... ἐκλήθη, ἀπὸ τοῦ διαβάλλειν Cyr.H.Catech.2.4, cf. Chrys.M.49.260, cf. διαβάλλω B I 1;
b) en su relación con el hombre, como el engañador por excelencia que induce al cambio moral negativo ἔστη δ. ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἐπέσεισεν τὸν Δαυίδ se alzó el Diablo en Israel e incitó a David LXX 1Pa.21.1, tentador ὁ Ἰησοῦς ἀνήχθη ... πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου Eu.Matt.4.1, cf. Eu.Luc.4.2, τοῦ διαβόλου ... βεβληκότως εἰς τὴν καρδίαν de Judas Eu.Io.13.2, con quien es identificado καὶ ἐξ ὑμῶν εἷς δ. ἐστιν Eu.Io.6.70, cf. Epiph.Const.Haer.38.4.10, Ammon.Io.236, que tiende trampas παγίδες τοῦ διαβόλου 1Ep.Ti.3.7, προορῶν τὰς ἐνέδρας τοῦ διαβόλου Ign.Tr.8.1, ἡ πολυπλοκία τοῦ διαβόλου Herm.Mand.4.3.4, por ser el envidioso por excelencia, Origenes M.13.796D, Basil.M.31.348A
capaz de dominar a los seres humanos οἱ καταδυναστευόμενοι ὑπὸ τοῦ διαβόλου Act.Ap.10.38, cf. T.Nephth.8.6, gracias al pecado 1Ep.Io.3.8, con el que es identificado, Diodor.T.Rom.7.8
contra quien se puede luchar μηδὲ δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ Ep.Eph.4.27, cf. Ep.Iac.4.7, Apoc.12.9.
II de cosas y abstr.
1 censurable διάβολόν τι algún motivo de censura And.2.24.
2 engañoso φωναί Hom.Clem.3.46
subst. τὸ διάβολον = la tergiversación Plu.2.61c, cf. LXX 1Ma.1.36.
III adv. διαβόλως = con intención de censurar, injuriosamente αὐτοῦ δ. ἐμνήσθη Th.6.15, cf. D.C.46.1.2, δ. ... τῇ μητρὶ χρῆσθαι Procop.Arc.2.5, cf. Poll.3.139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. qui désunit, qui inspire la haine ou l'envie ; τὸ διάβολον PLUT la médisance, la calomnie;
NT: le Diable.
Étymologie: διαβάλλω.

German (Pape)

verleumdend, schmähsüchtig, ἄνθρωπος Pind. frg. 270; εἴ τῳ ὑμῶν διάβολόν τι ἐν τῇ γνώμῃ παρέστηκεν Andoc. 2.24; διαβολώτατος, Ar. Eq. 45; ὁ δ., der Verleumder, Ath. XI.508e; NTTeufel.
• Adv., διαβόλως, auf verleumderische Weise, Thuc. 6.15.

Russian (Dvoretsky)

διάβολος:
Iδιά-βολος 2 клеветнический, клевещущий, злословящий Pind., Arph., Men.
II
1 клеветник Arst.;
2 диавол NT.

Greek (Liddell-Scott)

διάβολος: -ον, συκοφαντικός, διαβολικός, ὄπισθεν ἢ κρυφίως κατηγορῶν τινα, γραῦς Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 485· διαβολώτατος Ἀριστοφ. Ἱππ. 45· διάβολόν τι, aliquid invidiae, Ἀνδοκ. 22. 38. 2) ὡς οὐσιαστικόν, ὁ συκοφάντης, Πίνδ. Ἀποσπ. 270, Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 9 καὶ 11· ἰδίως ὁ κατ’ ἐξοχὴν συκοφάντης, ὁ Διάβολος, Ν. Δ. 3) ἐπίρρ. -λως, ἐπὶ διαβολῇ, συκοφαντικῶς, Θουκ. 6. 15.

English (Slater)

διάβολος slanderer test., Eustath., Comm. Od. 1406. παρὰ Πινδάρῳ διάβολος κοινῶς διαβολεύς fr. 297.

English (Strong)

from διαβάλλω; a traducer; specially, Satan (compare שָׂטָן): false accuser, devil, slanderer.

English (Thayer)

διάβολον (διαβάλλω which see), prone to slander, slanderous, accusing falsely, (Aristophanes, Andocides (405 B.C.>), Plutarch, others): ὁ διάβολος, a calumniator, false accuser, slanderer, (see κατηγορέω, at the end) (Xenophon, Ages. 11,5; (Aristotle, others)): the Sept. ὁ διάβολος (also διάβολος without the article; cf. Winer's Grammar, 124 (118); Buttmann, 89 (78)) is applied κατ' ἐξοχήν to the one called in Hebrew הַשָּׂטָן, ὁ σατανᾶς (which see), viz., Satan, the prince of demons, the author of evil, persecuting good men (Job 1; R L, εἶναι ἐκ τοῦ διαβόλου to be of the devil, properly, to derive their origin from the devil, tropically, to depend upon the devil in thought and action, to be prompted and governed by him: τέκνα τοῦ διαβόλου, children of the devil, υἱοί τοῦ διαβόλου, sons of the devil, διάβολος is figuratively applied to a man who, by opposing the cause of God, may be said to act the part of the devil or to side with him: σαταν at the end.)

Greek Monolingual

και διάολος, ο (θηλ. διαβόλισσα, η) (AM διάβολος)
1. ο Σατανάς, ο Εωσφόρος, ο αρχηγός τών πονηρών πνευμάτων, ο οποίος διέβαλε τον Θεό στον άνθρωπο και κατέστρεψε τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ Θεού και ανθρώπων
2. άνθρωπος ευφυέστατος, διαβολεμένος, τετραπέρατος, σκώπτης, ζωηρός, ευφυολόγος
3. κακεντρεχής, μοχθηρός
4. συκοφάντης
5. (θηλ. διαβόλισσα) α) η γυναίκα του διαβόλου
β) γυναίκα τετραπέρατη, παμπόνηρη
6. φρ. α) «πάει κατά διαόλου» — πηγαίνει για τον όλεθρο, για τον χαμό
β) «τον έχει πάρει ο διάολος» — έχει χάσει κάθε δυνατότητα ζωής (οικονομικής ή άλλης)
γ) «είναι διάολος με κέρατα» ή «είναι διάολος μεταμορφωμένος» — είναι άνθρωπος με φοβερές ικανότητες ή είναι άνθρωπος κακεντρεχής ή μοχθηρός
δ) «κάθεται στού διαόλου τη μάνα» — κατοικεί πολύ μακριά
ε) (ως κατάρα) «στο διάολο», «κατά διαβόλου», «στού διαόλου τη μάνα», «να σέ πάρει ο διάβολος» — στ) «ανάβει ένα κερί στον Θεό κι ένα στον διάβολο» — οι πράξεις του είναι άλλοτε καλές, άλλοτε κακές
ζ) «τον έχω στού διαόλου το κατάστιχο» — τον απεχθάνομαι και καμιά υπόληψη δεν τρέφω γι' αυτόν
η) «βρήκα το διάολο μου» — βρήκα τον μπελά μου
θ) «ο διάολος να σκάσει, θα το κάνω» — θα κάνω αυτό που θέλω, οτιδήποτε κι αν συμβεί
ι) «είναι κάλτσα του διαβόλου» ή «έχει τον διάολο μέσα του» — είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος
ια) «είναι για το διάολο πεσκέσι» — είναι τελείως άχρηστος
7. α) (ως επιφώνημα εκπλήξεως) διάβολε! β) (ως επιφώνημα απορίας, καταπλήξεως) «Τί διάολο!» ή «πού στο διάολο!»
8. (σε παροιμίες) α) «έσπασε ο διάολος το ποδάρι του» — φάνηκε η τύχη ανέλπιστα ευνοϊκή
β) «ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια» — δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ατυχήματος, οποιεσδήποτε προφυλάξεις κι αν πάρει κανείς
γ) «ούτε τον διάολο να δεις, ούτε τον σταυρό σου να κάνεις» — απόφευγε τους κακούς, έστω κι αν έχεις τη δύναμη να τους κάνεις αβλαβείς
δ) «τά 'φερε ο διάολος κι η σκούφια του Μιχάλη» — συρροή περιστατικών ή απροσδόκητη σύμπτωση
ε) «απ' του διαόλου την αυλή μήτε ερίφι μήτε αρνί» — απόφευγε κάθε δοσοληψία με κακόπιστους και πονηρούς
αρχ.
1. συκοφαντικός, κακολόγος
2. ως ουσ. συκοφάντης
3. το ουδ. ως ουσ. α) διάβολον
η εχθρότητα, το μίσος, η δυσμένεια
β) (και με άρθρο) το διάβολον
η τάση για διαβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαβάλλω «συκοφαντώ». Η αρχική σημασία της λ. είναι «συκοφάντης, εχθρός», αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον Σατανά, απ' όπου συνεκδοχικά σήμανε και τον ευφυή, τετραπέρατο άνθρωπο. Οι περισσότερες από τις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες χρησιμοποιούν για τη σημασία «διάβολος» τύπους που προήλθαν από την ελλ. λ. διάβολος και εισήχθησαν σ' αυτές μέσω της λατ. diabolus (πρβλ. γαλλ. diable, αγγλ. devil, ισπ. diablo, ιταλ. diavolo, γερμ. Teufel). Η λ. διάβολος ως α' συνθετικό (διάβολο-) χρησιμοποιείται σε πολλά σύνθετα της Νέας Ελληνικής.
ΠΑΡ. διαβολικός
νεοελλ.
διαβολάκι, διαβολάκος, διαβολιά, διαβολίζω, διαβολικότης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. διαβολάνθρωπος, διαβολογυναίκα, διαβολόκαιρος, διαβολοκόριτσο, διαβολομάζωμα, διαβολόπαιδο, διαβολοπόνηρος, διαβολοσκόρπισμα, διαβολόσπερμα].

Greek Monotonic

διάβολος: -ον,
1. δυσφημιστικός, συκοφαντικός, υπερθ. διαβολώτατος, σε Αριστοφ.
2. ως ουσ., συκοφάντης, λασπολόγος, σε Αριστ.· Σατανάς, Διάβολος, σε Καινή Διαθήκη
3. επίρρ. -λως, επιβλαβώς, προσβλητικά, συκοφαντικά, απεχθώς, με κακεντρέχεια, με λασπολογίες, σε Θουκ.

Middle Liddell

διάβολος, ον
1. slanderous, backbiting, Sup.; διαβολώτατος Ar.
2. as substantive a slanderer, Arist.: the slanderer, the Devil, NTest.
3. adv. -λως, injuriously, invidiously, Thuc.

Chinese

原文音譯:di£boloj 笛阿-波羅士
詞類次數:形容詞 名詞(38)
原文字根:經過-投(者) 相當於: (הֲדַד‎) (שָׂטָן‎)
字義溯源:詆毀者,磨鬼,撒但,虛偽控告者,對頭,說讒言者;源自(διαβάλλω)=詆毀);由(διά)*=通過)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成。馬太和路加記載主耶穌受魔鬼的試探;約翰說到十二個門徒中有一個是魔鬼;書信中勸勉信徒要防備並抵擋魔鬼;到了啓示錄末了,就說到先把魔鬼撒但要被捆綁一千年,一千年完了又要暫時被釋放;最終,魔鬼要被扔在硫磺的火湖裏,直到永遠
出現次數:總共(38);太(6);路(6);約(3);徒(2);弗(2);提前(3);提後(2);多(1);來(1);雅(1);彼前(1);約壹(4);猶(1);啓(5)
譯字彙編
1) 魔鬼(34) 太4:1; 太4:5; 太4:8; 太4:11; 太13:39; 太25:41; 路4:2; 路4:3; 路4:5; 路4:6; 路4:13; 路8:12; 約6:70; 約8:44; 約13:2; 徒10:38; 弗4:27; 弗6:11; 提前3:6; 提前3:7; 提後2:26; 來2:14; 雅4:7; 彼前5:8; 約壹3:8; 約壹3:8; 約壹3:8; 約壹3:10; 猶1:9; 啓2:10; 啓12:9; 啓12:12; 啓20:2; 啓20:10;
2) 說讒言(2) 提前3:11; 多2:3;
3) 好說讒言(1) 提後3:3;
4) 魔鬼的(1) 徒13:10

English (Woodhouse)

calumnious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=συκοφάντης). Ἀπό τό διαβάλλω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βάλλω.

Translations

Dutch: roddelaar, lasteraar; Esperanto: kalumnianto, kalumniulo; French: calomniateur, calomniatrice; German: Verleumder, Verleumderin; Gothic: 𐌳𐌹𐌰𐌱𐌿𐌻𐌰; Ancient Greek: διάβολος; Hebrew: מלשין‎; Macedonian: клеветник; Polish: oszczerca; Russian: клеветни́к, клеветни́ца; Spanish: calumniador; Swahili: mzushi; Welsh: athrodwr