διάνθισμα

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

το
η διάνθιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διανθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].