στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
τοη διάνθιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < διανθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].