διαζευγνύω

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Spanish (DGE)

separar εἰ δὲ καὶ ἕτερόν τι ... εἴη διεζευγνῦόν σε ἐμοῦ A.Andr.Gr.23.13, θάτερον ... θατέου οὐ χρὴ δ. Nil.M.79.280A, τῆς θυγατρὸς αὐτόν Tz.H.6.436
lat. abgrego, Gloss.2.271.

Greek Monolingual

και διαζεύγω (AM διαζεύγνυμι και διαζευγνύω)
1. διαλύω, διαχωρίζω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται
2. διαλύω γάμο, χωρίζω αντρόγυνο
4. μέσ. διαζευγνύομαι
(για συζύγους) παίρνω διαζύγιο, διαλύω τον γάμο μου
αρχ.
1. λύνω από τον ζυγό
2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) 2. διεζευγμένον (ενν. αξίωμα)
διαζευκτικός λόγος.