διαζευγνύω
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
Spanish (DGE)
separar εἰ δὲ καὶ ἕτερόν τι ... εἴη διεζευγνῦόν σε ἐμοῦ A.Andr.Gr.23.13, θάτερον ... θατέου οὐ χρὴ δ. Nil.M.79.280A, τῆς θυγατρὸς αὐτόν Tz.H.6.436
•lat. abgrego, Gloss.2.271.
Greek Monolingual
και διαζεύγω (AM διαζεύγνυμι και διαζευγνύω)
1. διαλύω, διαχωρίζω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται
2. διαλύω γάμο, χωρίζω αντρόγυνο
4. μέσ. διαζευγνύομαι
(για συζύγους) παίρνω διαζύγιο, διαλύω τον γάμο μου
αρχ.
1. λύνω από τον ζυγό
2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) 2. διεζευγμένον (ενν. αξίωμα)
διαζευκτικός λόγος.