διακολυμβάω
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
dive and swim across, ἀπὸ τῶν πειρατῶν IG12(5).653.29 (Syros); πρός τινα Plb.5.46.8, cf. LXX 1 Ma.9.48, Palaeph.27; τὸν Τίβεριν D.S.14.116.
Spanish (DGE)
1 hacer una travesía a nado, irse nadando c. giro prep. εἴς τινα τόπον Palaeph.27, εἰς τὸ πέραν LXX 1Ma.9.48, πρὸς αὐτὸν ἀπὸ τῆς ... στρατοπεδείας Plb.5.46.8, ἀπὸ τῶν πειρατῶν IG 12(5).653.29 (Siro I a.C.), sin rég. περιτραπείσης δὲ τῆς νηὸς καὶ πάντων διακωλυμβώντων Aesop.75, cf. Cyr.H.Catech.5.7, Pall.H.Laus.19.2, Hsch.s.u. διανηξάμενοι, Sch.Pl.Phdr.264a.
2 tr. cruzar a nado τὸν Τίβεριν D.S.14.116.
German (Pape)
[Seite 582] durchschwimmen, Pol. 5, 46 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακολυμβάω: διαπερῶ κολυμβῶν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2347c. 30, Πολύβ. 5. 46, 8.
Russian (Dvoretsky)
διακολυμβάω:
1 переправляться вплавь (πρός τινα Polyb.);
2 пересекать вплавь, переплывать (τὸν Τίβεριν Sext.).