διαφευκτικός
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
διαφευκτική, διαφευκτικόν, able to escape, Luc.Tim.29.
Spanish (DGE)
-ή, -όν huidizo de pers., Luc.Tim.29.
German (Pape)
[Seite 611] leicht entschlüpfend, ὀλισθηρὸς καὶ δυσκάθεκτος καὶ δ. Luc. Tim. 29.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à fuir.
Étymologie: διαφεύγω.
Russian (Dvoretsky)
διαφευκτικός: легко убегающий, ускользающий (ὀλισθηρὸς καὶ δ. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
διαφευκτικός: -ή, -όν, (διαφεύγω) ἱκανὸς πρὸς διαφυγήν, Λουκ. Τίμ. 29.
Greek Monolingual
διαφευκτικός, -ή, -όν (AM)
ο ικανός να διαφεύγει.