διδυμόθροος

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδῠμόθροος Medium diacritics: διδυμόθροος Low diacritics: διδυμόθροος Capitals: ΔΙΔΥΜΟΘΡΟΟΣ
Transliteration A: didymóthroos Transliteration B: didymothroos Transliteration C: didymothroos Beta Code: didumo/qroos

English (LSJ)

διδυμόθροον, double-voiced, αὐλός ib.10.234, al.

Spanish (DGE)

(δῐδῠμόθροος) -ον
de doble sonido, αὐλός Nonn.D.10.234, 335, 12.148, 17.70, μέλος διδυμόθροον αὐλῶν Nonn.D.43.345
que duplica el sonido, que resuena con doble voz ἠχώ Nonn.Par.Eu.Io.9.16.

German (Pape)

[Seite 616] ἠχώ, doppeltönend, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδῠμόθροος: -ον, ὁ διπλῆν ἔχων φωνήν, ἠχὼ Νόνν. Εὐαγγ. Ἰω. θ΄, σ. 16.

Greek Monolingual

διδυμόθροος, -ον (Α)
φρ. «διδυμόθροος ἠχώ» — που επαναλαμβάνει τον ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + θρους (θροός) «φωνή, μουρμούρα»].