μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
-οῦ, ὁcavador, azadonero, PCair.Zen.788.20, 21, 23 (III a.C.).
δικελλευτής, ο (AM)αυτός που σκάβει με το δικέλλι, ο σκαφτιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για το δικελλίτης].