διϊτητικός

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Spanish (DGE)

-ή, -όν
penetrable λεπτὸν γὰρ καλοῦμεν σῶμα δ. Phlp.in GC 214.27, τὸ τμητικόν τε καὶ δ. τῆς τοῦ πυρὸς φύσεως Phlp.Aet.534.27, cf. 535.2.