διϊτικός
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
[ῐτ], ή, όν, (δίειμι) penetrable, in Comp., Arist.Pr.905b13.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
penetrable, permeable οὐ γὰρ ἅπαν τὸ μανότερον διιτικώτερον Arist.Pr.905b13, δ. φῶς διὰ τῶν σωμάτων Phlp.Aet.282.21.
Greek Monolingual
διιτικός, -ή, -όν (Α) δίειμι
διαπεραστικός.
Russian (Dvoretsky)
διϊτικός: проницаемый Arst.
German (Pape)
ή. όν, durchdringlich, v.l. für διϊκτικός.