δοκέω

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκέω Medium diacritics: δοκέω Low diacritics: δοκέω Capitals: ΔΟΚΕΩ
Transliteration A: dokéō Transliteration B: dokeō Transliteration C: dokeo Beta Code: doke/w

English (LSJ)

Il.7.192, Att. impf. ἐδόκουν, Ep.
A δοκέεσκον AP5.298 (Agath.): —Med., δοκέοντο Opp.C.4.296: part. δοκεύμενος ib.109: the fut. and other tenses are twofold:
1 fut. δόξω and aor. 1 ἔδοξα Pi.N.4.37, h.Merc.208, etc.: pf. δέδοχα inferred from plpf. ἐδεδόχεσαν D.C.44.26:—Pass., aor. ἐδόχθην Plb.21.10.8, etc., (κατ-) Antipho 2.2.2: pf. δέδογμαι Hdt.8.100, etc.: plpf. ἐδέδοκτο Id.9.74.
2 regul. forms (chiefly Trag., Com., and late Prose), fut. δοκήσω A.Pr.388, Ar.Nu.562, etc. (once in Hdt., 4.74); Dor. δοκησῶ or δοκᾱσῶ Theoc.1.150: aor. ἐδόκησα, Ep. δόκ- Od.10.415, Pi.O.13.56, A.Th.1041, Ar.Ra.1485, etc.: pf. δεδόκηκα A.Eu.309 (lyr.):—Pass., aor. ἐδοκήθην E.Med.1417 (anap.): pf. δεδόκημαι Pi.N.5.19, E.Med.763 (anap.), Ar.V.726, also in Hdt.7.16.γ; but δεδοκημένος (q.v.) belongs to δέχομαι.
I expect (Iterat. of δέκομαι, cf. δέχομαι II.3): hence, think, suppose, imagine, (opp. φρονέω, S.Aj.942 (lyr.), Pherecr.146.4):
1 c. acc. et inf., δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα Il.7.192; οὔ σε δοκέω πείθεσθαι Hdt.1.8, cf. ΙΙ,27, al., Antipho 2.4.5, etc.: rarely with inf. omitted, δοκῶ… οὐδὲν ῥῆμα… κακὸν [εἶναι] S.El.61; τούτους τι δοκεῖτε [εἶναι] X. An.5.7.26; freq. in relating a dream or vision, τεκεῖν δράκοντ' ἔδοξεν she thought a serpent produced young, A.Ch.527; ἐδόκουν αἰετὸν… φέρειν methought an eagle was carrying, Ar.V.15; ὁρᾷς γὰρ οὐδὲν ὧν δοκεῖς σάφ' εἰδέναι E.Or.259: with inf. only, ἔδοξ' ἰδεῖν methought I saw, ib.408; ἔδοξ' ἀκοῦσαι Pl.Prt. 315e; ἔδοξ' ἐν ὕπνῳ… οἰκεῖν ἐν Ἄργει E.IT44 (sts. also, as in signf. ΙΙ, ἐδοξάτην μοι δύο γυναῖκε… μολεῖν A. Pers.181; ἐν τῷ σταδίῳ… μέ τις ἐδόκει στεφανοῦν Alex.272.4).
b think to do, purpose, ὅταν δ' ἀείδειν… δοκῶ A.Ag.16.
2 abs., have an opinion or form an opinion, περί τινος Hdt.9.65; mostly in parenthetic phrases, ὡς δοκῶ Pl.Phdr.264e; δοκῶ alone, Hdt.9.65, Ar.Pax47, Pl.Prm.126b; πῶς δοκεῖς; to call attention to something remarked, τοῦτον, πῶς δοκεῖς; καθύβρισεν E.Hipp.446, cf. Hec.1160, Diph.96, etc.; πόσον δοκεῖς; Ar.Ec.399.
3 δοκῶ μοι = I seem to myself, methinks, c. inf., ἐγώ μοι δοκέω κατανοέειν τοῦτο Hdt.2.93, etc.; ἡδέως ἄν μοι δοκῶ κοινωνῆσαί τινος X.Cyr.8.7.25, cf. Oec.6.11; οὔ μοι δοκῶ = I think not... Pl.Tht.158e; δοκῶ μοι parenthetic, Id.Thg.121d.
b δοκῶ μοι = I am determined, I am resolved, c. inf. pres., Ar.V.177, etc.: c. inf. fut., Aeschin.3.53, etc.: c. inf. aor., dub. in Ar.Av.671, etc.: rarely without μοι, think fit, σὺ δ' αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖς A.Th. 650.
4 seem, pretend, c. inf. (with or without neg.), ὁρέων μὲν οὐδέν, δοκέων δὲ [ὁρᾶν] dub. l. in Alcm.87; οὔτε ἔδοξε μαθέειν Hdt.1.10; οὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Pherecr.163; τὰ μὲν ποιεῖν, τὰ δὲ δοκεῖν Arist.Pol.1314a39; ἤκουσά του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν E.Med.67; πόσους δοκεῖς… ὁρῶντας… μὴ δοκεῖν ὁρᾶν; Id.Hipp.462, cf. Ar.Eq.1146, X.HG4.5.6.
5 Pass., to be considered, δοκεῖσθαι οὕτω Pl.R. 612d; τὰ νῦν δοκούμενα περί τινος the current opinions, ib.490a.
6 Med., Opp.C.4.296; δοκεύμενος… ἀλύξειν ib.109.
II of an Object, seem, c. dat. pers. et inf. pres., δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od.5.342; δόκησε δ' ἄρα σφίσι θυμὸς ὣς ἔμεν ὡς εἰ… their heart seemed just as if... felt as though... 10.415: c. inf. fut., seem likely, δοκέει δέ μοι ὧδε λώϊον ἔσσεσθαι Il.6.338: c. inf. aor. (never in Hom.), τί δ' ἂν δοκεῖ σοι Πρίαμος (sc. ποιῆσαι); A.Ag.935; seem or be thought to have done, especially of suspected persons, Th.2.21; to be convicted, ἂν ἁλῷ καὶ δοκῇ τοὔργον εἰργάσθαι D.23.71.
2 abs., seem, as opp. to reality, τὸ δοκεῖν καὶ τὰν ἀλάθειαν βιᾶται Simon.76; οὐ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ' εἶναι θέλει A.Th.592, cf. Pl.Grg. 527b; in full, τὸ δοκεῖν εἶναι A.Ag.788 (anap.).
3 seem good, be resolved on, εἰ δοκεῖ σοι ταῦτα ib.944; τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει Id.Th.1030.
4 freq. impers., δοκεῖ μοι = it seems to me, methinks, ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Il.12.215; ὡς ἐμοὶ δοκεῖ = as I think, A.Th.369, etc.; τὸ σοὶ δοκοῦν = your opinion, Pl.R. 487d: freq. in inf. in parenth. clause, ὡς ἐμοὶ δοκέειν = to my thinking, Hdt.9.113; δοκέειν ἐμοί Id.1.172; ἀλλ', ἐμοὶ δοκεῖν, τάχ' εἴσει A.Pers.246, etc.; without μοι, X.An.4.5.1.
b it seems good to me, it is my pleasure, δοκεῖ ἡμῖν χρῆσθαι Th.4.118, cf. A.Ag.1350: freq. of a public resolution, τοῖσι Ἕλλησι δόξαι… ἀπαιτέειν Hdt.1.3, etc.; ἔδοξεν Ἀργείοισιν A.Supp.605, cf. Th.1010; especially in decrees and the like, ἔδοξε τῇ βουλῇ, τῷ δήμῳ, Ar.Th.372, Th.4.118, cf. IG1.32, etc.; τὰ δόξαντα S.El.29, D.3.14; παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν Th.1.84, etc.:—Pass., δέδοκται Hdt.4.68; οὕτω δέδοκται; S.Ph.1277, etc.; εἰ ἐπαινῆσαι δεδόκηται Pi.N.5.19; δεδόχθω τὸ ἄτοπον τοῦτο Pl.Lg.799e, etc.; τοῦτ' ἐστ' ἐμοὶ δεδογμένον E.Heracl.1; δεδογμέν' [ἐστί]… τήνδε κατθανεῖν S.Ant.576, cf. OC1431; τὰ δεδογμένα Hdt.3.76; δεδόχθαι τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ IG22.1.12, etc. c. acc. abs., δόξαν when it was decreed or when it was resolved, δόξαν αὐτοῖς ὥστε διαναυμαχεῖν Th.8.79; δόξαν δέ σφι (sc. λιπέσθαι) Hdt.2.148; δόξαν ἡμῖν ταῦτα Pl.Prt. 314c, cf. X.An.4.1.13; ἰδίᾳ δοκῆσάν σοι τόδ'…; E. Supp.129; also δεδογμένον αὐτοῖς Th.1.125, etc.; but also δόξαντος τούτου X.HG1.1.36; δόξαντα ταῦτα καὶ περανθέντα ib.3.2.19.
5 to be reputed, c. inf., Pi.O.13.56, P.6.40; ἄξιοι ὑμῖν δοκοῦντες Th.1.76; δοκοῦντες εἶναί τι = men who are held to be something, men of repute, Pl. Grg.472a; τὸ δοκεῖν τινὲς εἶναι… προσειληφότες D.21.213; τὸ φρονεῖν ἐδόκει τις εἶναι περιττός Plu.Arist.1; οἱ δοκοῦντες Heraclit.28 (dub.), E.Hec.295; τὰ δοκοῦντα, opp. τὰ μηδὲν ὄντα, Id.Tr.613; μετ' ἀρετῆς δοκούσης ἐς ἀλλήλους γίγνεσθαι Th.3.10; be an established opinion, be a current opinion, Arist.APo.76b24, al.; τὰ δοκοῦντα Id.Metaph.1088a16, al.:—Pass., οἱ δεδογμένοι ἀνδροφόνοι = those who have been found guilty of homicide, D.23.28; also αἱ δοκούμεναι Πέρσαις τέχναι Polem.Call.60. (The two senses of δοκέω are sometimes contrasted, τὰ ἀεὶ δοκοῦντα… τῷ δοκοῦντι εἶναι ἀληθῆ that which seems true is true to him who thinks it, Pl.Tht.158e; τὸ δοκοῦν ἑκάστῳ τοῦτο καὶ εἶναι τῷ δοκοῦντι ib.162c.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): c. alarg. expresivo en uso cóm. δοκικῶ Hermipp.12
• Morfología: [pres. opt. tem. 1a sg. δοκέοιμι Thgn.339, δοκοῖμι S.OT 1470, 3a sg. δοκέοι Hdt.8.19, δοκοῖ Pl.R.438a, 1a plu. δοκοῖμεν Th.1.122; impf. 1a plu. ἐδοκεῦμες Theoc.13.1, iter. 1a sg. δοκέεσκον AP 5.299 (Agath.); fut. ind. 2a sg. δοκησεῖς Theoc.1.150; formas alternantes sobre tema gutural: fut. 1a plu. δόξομεν Pi.N.4.37, pero 2a plu. δοξεῖτε Ar.Ach.741; aor. ind. ἔδοξα Pi.O.5.16, 3a sg. ἔδοχσεν IG 13.1.1 (VI a.C.), opt. 3a sg. δόξξαι (sic) IG 92.609.7 (Naupacto VI/V a.C.), part. pas. neutr. plu. δοχθέντα Plb.21.10.8; v. med. perf. ind. 3a sg. δέδοκται Hdt.4.68, imperat. 3asg. δεδόχθω Pl.Lg.799e, part. neutr. plu. δεδογμένα Th.3.49, δεδοχμένα FD 4.357.14 (III a.C.); plusperf. 3a plu. ἐδεδόχεσαν D.C.44.26.5, v. med. 3a sg. ἐδέδοκτο Hdt.9.74]
I c. suj. de pers.
1 creer, suponer, pensar
a) c. inf. concert. παῖδα δ' ἔδοξα ... νοῆσαι creí ver a un muchacho, h.Merc.208, ὁρέων μὲν οὐδὲν δοκέων δέ (ὁρᾶν) Alcm.79.2, καί σε δοκέει μὲν ἐ[ν δό] μοισι ... ἀτιτάλλειν Anacr.60.4, τεκεῖν δράκοντ' ἔδοξεν creyó que había parido una serpiente en sueños, A.Ch.527, cf. E.IT 44, γιγνώσκειν Pherecr.285, χερσί τ' ἂν θιγὼν δοκοῖμ' ἔχειν σφᾶς S.OT 1470, ἀκοῦσαι Pl.Prt.315e, cf. E.Or.259, 408, Ar.Eq.1146, πλοῦτος ... τοὺς φρονεῖν δοκοῦντας ἀνοήτους ποεῖ Men.Fr.839, πῶς οὐκ ἂν ... ἀγνοεῖν δόξαιεν; Plb.4.74.3, φύσει ... δοκεῖ πορρωτάτω τοῦ ψέγειν τὸ αἰσχρὸν εἶναι por naturaleza cree estar muy lejos de censurar lo vergonzoso el adulador, Plu.2.53e, ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν creían ver un espíritu, Eu.Luc.24.37
tb. c. ὅτι: δοκοῦσιν γὰρ ὅτι ... εἰσακουσθήσονται Eu.Matt.6.7, cf. Plb.28.9.4;
b) μοι δοκῶ e inf. de verb. de pensamiento ἐγὼ μοι δοκέω κατανοέειν τοῦτο y creo que he llegado a comprender esto Hdt.2.93, μοι δοκῶ πεπεῖσθαι ἱκανῶς X.Oec.6.11, cf. Cyr.8.7.25;
c) c. inf. no concert. οἱ βροτοὶ δοκέουσι γεννᾶσθαι θεούς Xenoph.B 14.1, cf. Anaxag.B 4, οὐ γάρ σε δοκέω πείθεσθαι Hdt.1.8, cf. 11, νησιώτας δὲ τί δοκέεις εὔχεσθαι; Hdt.1.27, ἐδόκεον δέ μοι ἄγγελον ... ἀγγέλλειν Hdt.3.65, οὐδένα οὕτω θερμὸν καὶ ἀνδρεῖον ἄνθρωπον εἶναι δοκῶ Antipho 2.4.5, cf. Ar.V.15, πεπλύσθαι νιν ἐπὶ κράναισι δοκησεῖς Theoc.1.150, μή τίς με δόξῃ ἄφρονα εἶναι 2Ep.Cor.11.16;
d) c. ac. suponer, imaginar op. φρονεῖν: σοὶ μὲν δοκεῖν ταῦτ' ἔστ', ἐμοὶ δ' ἄγαν φρονεῖν S.Ai.942, οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοὶ ... ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι en efecto la mayoría no entiende tales cosas, pero se las imaginan Heraclit.B 17, ἡνίκ' ἦν νεώτερος, ἐδόκουν μὲν ἐφρόνουν δ' οὐδέν Pherecr.156, πάντα δ' ἐρευθομένῃ (σελήνῃ) δοκέειν ἀνέμοιο κελεύθους (con la luna) completamente roja supones la llegada del viento Arat.803;
e) c. ac. y pred. δοκῶ ... οὐδὲν ῥῆμα ... κακόν S.El.61, πόσους δοκεῖς ... ἔχοντας εὖ φρενῶν ...; E.Hipp.462, οὕτω δοκεῖτε τὴν δόκησιν ἀσφαλῆ; E.Hel.121, en v. pas. οἱ δεδογμένοι ἀνδροφόνοι D.23.28;
f) c. dos ac. τούτους τί δοκεῖτε; ¿qué pensáis sobre ellos? X.An.5.7.26, τί δοκεῖς τοὺς κεκλημένους ὑπ' αὐτοῦ; Herm.Sim.9.14.5;
g) abs. οὐκ ἔλπονται οὐδὲ δοκέουσι Heraclit.B 27, gener. parentético ὡς δοκεῖ E.IT 8, δοκῶ μέν S.El.547, OC 995, Pl.Prm.126b, Ar.Pax 47, δοκῶ γάρ 1Ep.Cor.4.9, ἡ μήτηρ μου ... εἰς Ἀντινόου, δοκῶ, εἰς κηδίαν ἀπῆλθεν POxy.1218.7 (III d.C.), πῶς δοκεῖς; ¿puedes imaginártelo? para llamar la atención, E.Hipp.446, cf. Hec.1160, Diph.96, πόσον δοκεῖς Ar.Ec.399, ὡς ἐδοκεῦμες como creíamos Theoc.13.1, καθάπερ ἔνιοι δοκοῦσιν Plb.1.63.9, tb. c. dat. expresando un juicio οὔ μοι δοκῶ no lo creo Pl.Tht.158e, δοκῶ γάρ μοι Pl.Thg.121d.
2 c. περί y gen. tener una opinión, opinar sobre algo εἴ τι περὶ τῶν θείων πρηγμάτων δοκέειν δεῖ Hdt.9.65, ἕτεροι ... περὶ τὰ γύναια ... ὁμοίως δοκοῦσι Hippol.Haer.10.26.1.
3 c. inf. fut. esperar ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα pues espero vencer a Héctor, Il.7.192, οὐδὲ ποσὶ ψαύσειν ἐδόκουν ... αἴης h.Ven.125, νικήσειν δοκέω πάντας ἀνθρώπους Sol.23.11, δοκεύμενος ... ἀλύξειν esperando escapar Opp.C.4.109.
II c. suj. de pers., cosa, abstr. o en constr. impers.
1 parecer, dar la impresión a alguien, frec. c. dat. del pron. pers.:
a) c. suj. de pers. e inf. concert. δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od.5.342, δόκησε δέ οἱ κατὰ θυμὸν ἢδη γιγνώσκουσα παρεστάμεναι κεφαλῆφι parecíale en su ánimo que (su mujer), habiéndole reconocido, estaba con la cabeza junto a él, Od.20.93, οὔτε ἔδοξε μαθεῖν Hdt.1.10, τί δ' ἂν δοκεῖ σοι Πρίαμος (ἔρδειν), εἰ τάδ' ἥνυσεν; ¿qué te parece (que hubiera hecho) Príamo, si este triunfo hubiera logrado? A.A.935, ὡς δ' ἂν ἐδόκουν μοι ἕκαστοι ... τὰ δέοντα μάλιστ' εἰπεῖν Th.1.22, ὁ δε Ἀγησίλαος ... τούτους οὐδ' ὁρᾶν ἐδόκει X.HG 4.5.6, οὐ δοκῶν κλύειν E.Med.67, μοι δοκεῖ τι ... λέγειν Κέβης Pl.Phd.63a, εἶπον ... ὅτι μοι δοκοῖεν ... ἀγνοεῖν Aeschin.2.102, οὐδέν μοι δοκοῦσι διαφέρειν Ep.Diog.3.5, ἵνα μ[ὴ] ὁ παῖς ... δοκοίη περιγραφήν τινα ὑπομένειν PAbinn.63.36 (IV d.C.);
b) c. suj. de pers., adj. pred. e inf. concert. parecer, tener reputación χοὔτως ἂν δοκέοιμι μετ' ἀνθρώπων θεὸς εἶναι Thgn.339, ἐδόκησεν ... ὕπατος ... ἔμμεν πρὸς ἀρετάν Pi.P.6.40, cf. O.13.56, πολλοὶ δοκέοντες εἶναι φίλοι οὐκ εἰσί Democr.B 97, ἄξιοί τε ἅμα νομίζοντες εἶναι καὶ ὑμῖν δοκοῦντες Th.1.76, ἐγὼ δικαίως <ἂν> καθαρὸς δοκοίην εἶναι Antipho 2.2.4, δοκοῦντες εἶναι τι Pl.Grg.472a, τὸ δοκεῖν τινὲς εἶναι ... προσειληφότες D.21.213, εἰ δοκοῦμεν ἄξιοι εἶναι si parecemos ser dignos Aeschin.2.53, εἴ τις δοκεῖ σοφός εἶναι 1Ep.Cor.3.18, cf. 11.16, Act.Ap.17.18, Eu.Marc.10.42, ἐδόκει τις εἶναι περιττός Plu.Arist.1, tb. en part. παρὰ δ' ὑμῖν τοῖς πρώτοις οὖσι τῶν Ἑλλήνων καὶ δοκοῦσιν ante vosotros, que ocupáis y se os reconoce entre los griegos el primer lugar Gorg.B 11a.33
abs. δοκέων op. ἀδόκητος Pi.N.7.31, Trag.Adesp.482, δοκοῦντες op. ἀδοξοῦντες E.Hec.295, οἱ δοκοῦντες hombres de reputación, Ep.Gal.2.2
c. suj. de cosa, abstr. u or. de inf. οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ ... κρανέεσθαι pues no me parece que el fin de la idea se cumpla, Il.9.625, δόκησε δ' ἄρα σφίσι θυμὸς ὥς ἔμεν ὡς εἰ ... en sus almas era igual que si ..., Od.10.415, ἐμὸν δοκήσει τἀμπλάκημ' εἶναι τόδε va a parecer que esa falta es cosa mía A.Pr.386, ὑπερβολὴ δὲ καὶ ἔλλειψις οὔ μοι δοκέει Democr.B 102, ἂν δ' ἁλῷ καὶ δοκῇ τοὔργον εἰργάσθαι pero si es cogido y parece que cometió la acción D.23.71, ὥστε φλόγα δοκεῖν καίεσθαι de tal modo que parece llama que arde Arist.Mete.342b3, δοκεῖ ἡ μοχθηρία ἀδικωτέρους ποιεῖν Arist.EE 1223b30, δοκεῖ δὴ ἥ τε ἐγκράτεια καὶ καρτερία τῶν σπουδαίων καὶ τῶν ἐπαινετῶν εἶναι Arist.EN 1145b8, οἱ δοκοῦντες ἀστέρες διάττειν Arist.Mete.341b34, οἱ μὲν εἰσὶ συλλογισμοί, οἱ δ' οὐκ ὄντες δοκοῦσι Arist.SE 164a24, πρῶτον τὸ μὴ δοκεῖν αὐτῷ μηδέν Chrysipp.Stoic.2.40, cf. 3.147, τουτὶ ... εἶναι δοκοῦν μέγιστον este último argumento parece ser importante Plu.Arist.1, τὰ τῆς πλάνης μυστήρια δοκοῦσι ᾄδειν de un salmo, Hippol.Haer.5.10, σοὶ ... ἐναντία δοκεῖ (εἶναι) τὰ σύμφωνα Thdt.Eran.41
abs. part. neutr. subst. δοκέοντα γὰρ ὁ δοκιμώτατος γινώσκει, φυλάσσει Heraclit.B 28, Parm.B 1.31, παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν contra nuestro modo de pensar Th.1.84, τὸ σοὶ δοκοῦν ἡδέως ἂν ἀκούοιμι oiría con gusto tu parecer Pl.R.487d, τὰ δοκοῦντα τοῖς πολλοῖς las creencias de muchos Ph.1.450, en v. pas. τὰ νῦν δοκούμενα περί αὐτοῦ las opiniones corrientes sobre éste Pl.R.490a;
c) impers. c. dat. de pers. e inf. δοκέει δέ μοι ὧδε καὶ αὐτῷ λώϊον ἔσσεσθαι y a mí mismo paréceme mejor así, Il.6.338, ἐξερέω ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Il.12.215, δοκεῖ δὲ ἡμῖν τό τε θερμὸν ψυχρὸν γίνεσθαι Meliss.B 8.3, τινι ... τι πλεονέκτημα δοκεῖ προσεῖναι Arr.Epict.1.19.1, tb. sin dat. Βρασίδαν, εἰ ἠθέλησε ... δοκεῖν ἂν ἑλεῖν (se dice) que si Brasidas hubiera querido ... parece que hubiera capturado (la ciudad), Th.4.104, ἐδόκει πορευτέον εἶναι X.An.4.5.1, en inf. abs. y frases parentéticas ἐμοὶ δοκεῖν A.Pers.246, οἱ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσι Hdt.1.172, cf. 2.124, S.El.410, Plb.33.6.3, τῷ δοκεῖν al parecer Democr.B 3, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ según mi parecer A.Th.369, μὴ δοκησάτω τινί ¡nadie lo piense! A.Th.1037, μηδέ τῳ δόξῃ πάλιν que nadie imagine lo contrario A.Th.1040, ὥσπερ δοκεῖ καὶ λέγεται Arist.MM 1208b8
no parentético en apariencia op. τὸ δὲ ἀληθές I.AI 19.166, τῷ μὲν δοκεῖν op. ἔργῳ δέ PN.York 1a.6 (IV d.C.)
en uso paratáctico seguido de subj. ἦ δοκεῖ τοὺς θεοὺς ὑμνοῦντες σφόδρα τιμῶμεν; Pl.Epin.980b, ἐπὶ κῶμον δοκεῖ ἴωμεν ὥσπερ ἔχομεν Antiph.197.
2 de abstr. ser evidente o manifiesto, ser reconocido εἰ μὴ μετ' ἀρετῆς δοκούσης ἐς ἀλλήλους γίγνοιντο si (amistad y unión) no van acompañadas de una evidente rectitud de unos para con otros Th.3.10, tb. en v. med. ὥσπερ ἔχει δόξης ... ἡμᾶς ὁμολογεῖν περὶ αὐτῆς (δικαιοσύνης) δοκεῖσθαι οὕτω acerca de la justicia (solicito) que aceptemos que se nos muestra tal como corresponde a su buen nombre Pl.R.612d, αἱ δοκούμεναι Πέρσαις ... τέχναι Polem.Call.60
en fil., de axiomas οὐκ ἔστι δ' ὑπόθεσις ... ὃ ἀνάγκη εἶναι δι' αὑτὸ καὶ δοκεῖν ἀνάγκη una «hipótesis» es otra cosa distinta de lo que necesariamente es por sí mismo y por sí mismo es evidente Arist.APo.76b24.
3 en inf. o part. op. ‘serparecer οὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ' εἶναι θέλει pues no quiere parecer el mejor, sino serlo un adivino, A.Th.592, πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι προτίουσι muchos mortales estiman las apariencias con preferencia a la realidad A.A.788, τὰ μὲν πυργοῦσ' ἄνω τὸ μηδὲν ὄντα, τὰ δὲ δοκοῦντ' ἀπώλεσαν (los dioses) ensalzan unas veces a quien no es nada y abaten otras a quien parece algo E.Tr.613, μᾶλλον δοκοῦντες ἢ πεφυκότες σοφοί E.Fr.809, φύλακες ... μὴ ὄντες ἀλλὰ δοκοῦντες Pl.R.421a, cf. Grg.527b, ἐφιέμενος τοῦ εἶναι μᾶλλον ἢ τοῦ δοκεῖν Ph.1.438, Θεὸς γὰρ ὢν ἐδόκει ἄνθρωπος εἶναι Thdt.Eran.73
cf. los sent. I y II puestos en contraste τὰ ἀεὶ δοκοῦντα ὁριζόμενοι τῷ δοκοῦντι εἶναι ἀληθῆ los que afirman que las cosas que siempre parecen verdad son verdad para el que las cree Pl.Tht.158e, cf. 162c
abs. en inf. subst. la apariencia op. ‘la realidad’, ‘la verdad’ τὸ δοκεῖν καὶ τὰν ἀλάθειαν βιᾶται la apariencia hace violencia incluso a la verdad Simon.93, τοῦ δοκεῖν ἔχου μόνον tú procura tan sólo que parezca (una causa justa), E.Or.782, ἀπὸ τοῦ δοκεῖν ... ἀπὸ τοῦ εἶναι Pl.R.612d, ἐφιέμενος οὐ τοῦ δοκεῖν ἀλλὰ τῆς ἀληθείας Ph.2.88
fil. πόρρω λίαν τῶν δοκούντων καὶ δυνατῶν λέγουσιν dicen cosas demasiado alejadas de lo probable y de lo posible Arist.Metaph.1088a16.
III expr. decisión, resolución
1 estar dispuesto a, estar decidido a c. inf. concert. de verb. de acción ὅταν δ' ἀείδειν ... δοκῶ ... κλαίω y cuando estoy dispuesto a cantar, me echo a llorar A.A.16
gener. μοι δοκῶ estoy decidido μοι τὸν ὄνον ἐξάγειν δοκῶ Ar.V.177, ἐγὼ μὲν αὐτὴν κἂν φιλῆσαί μοι δοκῶ Ar.Au.671, ταῦτα ... μοι δοκῶ καὶ τἆλλα ... ὑπερβήσεσθαι Aeschin.3.53, ἐξακεῖσθαί μοι δοκῶ τὸ δίκτυον Men.Fr.474, en v. med. Βρόμιον ... φυλακῆες δεσμοῖσιν δοκέοντο σιδηρείοισιν ἄγεσθαι Opp.C.4.296.
2 parecer bien c. dat. de pers. o personif. y frec. inf. εἰ δοκεῖ σοὶ ταῦθ' A.A.944, ἐπεὶ δοκεῖς τάδ' ἔρδειν καὶ λέγειν A.A.1649, ἐμοὶ δ' ὅπως τάχιστά γ' ἐμπεσεῖν δοκεῖ mi parecer es que irrumpamos cuanto antes A.A.1350, τοῖσι Ἕλλησι δόξαι ... ἀπαιτέειν Hdt.1.3, ἐδόκει τοῖς τε ἄλλοις καὶ μάλιστα τῇ νεότητι ἐπεξιέναι Th.2.21, ἔδοξε κἀμοὶ ... σοι γράψαι Eu.Luc.1.3, cf. Act.Ap.15.22, αἰ μὲ δόξξαι ... τōι πλήθει ... ἄνδρας διακατίος ... ἀφάγεσθαι IG 92.609.7 (Naupacto VI/V a.C.), ἀλλ' εἰ δοκεῖ σοι Pherecr.163, ἐὰν σοὶ δόξῃ PGrenf.2.14.9 (III a.C.), τί σοι δοκεῖ; Eu.Matt.17.25, cf. Didache 13.7, εἴ σου δόξειε τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ PTeb.326.13 (III d.C.), εἴ σοι δοκοῖ ἢ τῷ στρατηγῷ POxy.71.17 (IV d.C.), εἰ τῷ Θεῷ δόξειεν εἶναι PMasp.158.24 (VI d.C.), c. complet. ἔδοξέ μοι ἵν' αὐτὸς ὁ Καικιλιανός ... εἰς τὴν Ῥώμην ... ἀπιέναι Const.Ep. en Eus.HE 10.5.19, sin dat. γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ decide a quién te parece mandar A.Th.650, μοῦσαν στυγερὰν ἀποφαίνεσθαι δεδόκηκεν A.Eu.309, ὅπῃ δοκοίη por donde les parecía bien Th.2.100, en v. pas. ἐστὶ τοῦτ' ἐμοὶ δεδογμένον estoy convencido de ello E.Heracl.1.
3 esp. en resoluciones y decretos decidir, decretar c. dat. ἔδοξεν Ἀργείοισιν decidieron los argivos A.Supp.605, τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει A.Th.1025, δήμου προβούλοις ... Ἐτεοκλέα ... θάπτειν ἔδοξε A.Th.1008, δοκεῖ ἡμῖν χρῆσθαι τὸν βουλόμενον ἀδόλως καὶ ἀδεῶς Th.4.118, esp. en inscr. ἔδοχσεν τοι δε̄́μοι IG 13.1.1 (VI a.C.), ἔδοχσεν τε͂ι βολε͂ι καὶ τōι δε̄́μοι IG 13.31.3, cf. 36.1, 127.5 (todas V a.C.), ἔδοξεν Καρχηδονίοις Ἄννωνα πλεῖν Hanno Peripl.1, paród. cóm. ἔδοξε τῇ βουλῇ τάδε τῇ τῶν γυναικῶν Ar.Th.372
en perf. pas. impers. está decidido o decretado, está sancionado sin dat. εἰ ... ἐπαινῆσαι ... δεδόκηται Pi.N.5.19, δέδοκται ... αὐτοῖσι ἀπόλλυσθαι está decretado ... que ellos mueran Hdt.4.68, cf. 6.109, νῦν ὦν δέδοκται ... τὸ ποιητέον ἡμῖν ya está decidido lo que hemos de hacer Hdt.9.60, cf. 74, c. dat. εἴ τοι δέδοκται μὴ παραμένειν Hdt.8.100, εἰ δέ τοι οὕτω δεδόκηται γίνεσθαι si has decidido que esto sea así Hdt.7.16γ, δήμου δέδοκται παντελῆ ψηφίσματα A.Supp.601, οὕτω δέδοκται S.Ph.1277, cf. Tr.719, cf. Th.1.125, δεδόχθαι τῇ βολῇ καὶ τῷ δήμῳ IG 13.127.12 (V a.C.), δεδόχθαι τῷ δήμῳ IG 11(4).543.9 (III a.C.), TAM 3(1).7.17 (Termeso I a.C.), ταῦτα ἡμῖν δεδόχθω Luc.Tim.44, cf. 42
part. neutr. subst. δοκοῦντα καὶ δόξαντ' ἀπαγγέλλειν με χρή debo anunciar lo que decretan y han decretado A.Th.1005, τὰ δόξαντα S.El.29, D.3.14, en v. pas. τὰ δεδογμένα Hdt.3.76, cf. S.OC 1431, Th.3.49, δεδογμέν' ... τήνδε κατθανεῖν se ha decretado que ella muera S.Ant.576, κατὰ τὰ δεδοχμένα τοῖς Ἀμφικτύοσι FD 4.357.14 (III a.C.)
τὸ δεδογμένον lo decretado μὴ ἁπλῶς μάχεσθαι τῷ δεδογμένῳ no luchar de ningún modo contra el hado, POxy.120.6 (IV d.C.)
ac. abs., gener. en aor. neutr. μνημόσυνα ἔδοξε λιπέσθαι κοινῇ, δόξαν δὲ σφι ἐποιήσαντο λαβύρινθον Hdt.2.148, δόξαν αὐτοῖς ... ὥστε διαναυμαχεῖν Th.8.79, δόξαν ἡμῖν ταῦτα Pl.Prt.341c, cf. Plb.6.4.5, δόξαν ἡμεῖν ἔγραψα POxy.44.10 (I d.C.), ψήφῳ δοκῆσαν habiéndose decidido por decreto E.Heracl.186, ἰδίᾳ δοκῆσάν σοι τόδ' ἢ πάσῃ πόλει; E.Supp.129, δόξαντα δὲ ταῦτα καὶ περανθέντα una vez aprobado y cumplido esto X.HG 3.2.19, cf. An.4.1.13, tb. gen. δόξαντος δὲ τούτου X.HG 1.1.36, δόξαντος δὲ σφίσι ... χρήσασθαι Plb.2.26.7, δόξαντος δὲ τῷ συνεδρίῳ Plb.21.32.1.
• Etimología: Como lat. doceo deverbativo rel. c. la r. *dek- ‘adecuarse’, ‘adaptarse’, que da lugar a gr. δέκομαι, δέχομαι q.u., lat. decet, etc.

German (Pape)

[Seite 652] fut. δόξω; aor. ἔδοξα, Hom. h. 2, 205; perf. δέδογμαι; p. auch δοκήσω, Aesch. Prom. 586; Ar. Nubb. 554; δοκασεῖς, Theocr. 1, 150; ἐδόκησα, Od. 20, 93; Pind. Ol. 6, 40. 13, 54; Ar. Ran. 1485; Eur. Suppl. 141, u. einzeln bei sp. D.; perf. δεδόκηκα, Aesch. Eum. 299; δεδόκημαι, Pind. N. 5, 19; Ar. Vesp. 726; Her. 7, 16; ἐδοκήθην, Eur. Med. 1417 Alc. 1164. Bei Homer öfters in den Formen δοκέεις, δοκέει, δοκεῖ; δοκέω Iliad. 7, 192; δοκέουσι (ν) Iliad. 93, 459 Odyss. 1, 227; δόκησε Odyss. 10, 415. 20, 93. – Δοκέω = scheinen, den Anschein haben, wird dem wirklichen Sein entgeggstzt; οὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ' εἶναι θέλει Aesch. Spt. 574; μὴ ὄντες ἀλλὰ δοκοῦντες Plat. Rep. IV, 421 a, u. öfter; vgl. noch Soph. σοὶ μὲν δοκεῖν ταῦτ' ἔστ', ἐμοὶ δ' ἄγαν φρονεῖν Ai. 942; Xen. vrbdt τῷ δόξαι μὲν μέγαν καὶ καλὸν φανῆναι τὸν Κῦρον Cyr. 8, 3, 14; doch ist φαίνεσθαι, »in die Augen fallen«, nachdrücklicher; Plat. vrbdt οἱ θεοὶ ἡμῖν ποιοῦσι δοκεῖν σφᾶς παντοδαποὺς φαίνεσθαι, es scheint uns, daß sie in verschiedener Gestalt erscheinen, Rep. II, 581 e; dgl. Xen. Mem. 2, 1, 22. – Die gewöhnlichste Construction von Hom. an ist ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα, Il. 19, 215; ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, Od. 2, 83; δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν, 5, 342; 17, 415; ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι, Il. 23, 459; δο κεῖτε δή μοι τῆσδε κοινωνεῖν χθονός, Aesch. Suppl. 520; κάκιστος εἶναι δοκεῖ, Soph. Ant. 181; u. so in Prosa überall; Xen. vrbdt auch ἐδόκει δὲ θεῖον εἶναι καὶ σαφῶς ὑποχωρῆσαι τὸν ποταμόν, An. 1, 5, 19, wo der acc. c. inf. als Subject zu betrachten; vgl. 3, 1, 11; – οὐδὲ ὁρᾶν ἐδόκει, er schien sie nicht zu bemerken, er that, als sehe er sie nicht, Xen. Hell. 4, 5, 6; vgl. Her. 1, 10; Ar. Eq. 1143. – An Vrbdgn, wie εἰ σεαυτῇ τυγχάνεις δοκοῦσά τι φρονεῖν Soph. El. 1044, οἱ δοκοῦντες πεπαιδεῦσθαι, die sich für gelehrt halten, Plut. Thes. 2, schließen sich solche, wo δοκῶ, wie das lat. mihi videor, theils meinen, glauben, theils gedenken, vorhaben bedeutet und als eine gewisse Urbanität des Ausdrucks gilt; δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα, es scheint mir, daß ich, d. i. ich glaube, daß ich den Hektor besiegen werde; δοκεῖτε δὴ ναίειν Ἀλυθῆ πέργαμα Aesch. Prom. 957; δοκοῖμ' ἂν της νόσου πεφευγέναι Soph. Phil . 1038; δοκῶ ἄντρον εἰσορᾶν ibd. 27; αὐτὴ γὰρ ὑμῶν ἕνεκά μοι λέξειν δοκῶ, ich denke zu sprechen, ich werde sprechen, Ar. Eccl. 170; ἄλλην τινὰ ἐννενοηκέναι δοκεῖς ὁδὸν κρείττω; meinst du? Xen. An. 2, 2, 10; ἐδόκουν ἀκοαειν τινῶν Plat. Theaet. 501 d; ἐγὼ μέν μοι δοκῶ κατακεί. σεσθαι, ich will mich niederlegen, Phaedr. 230 e, u. öfter; ἔδοξα ἀκοῦσαι ὄνομα αὐτῷ εἶναι Ἀγάθωνα, er heißt, wenn mir recht ist, wenn ich mich recht erinnere, Agathon, Prot. 315 e. Vgl. noch für inf. praes. u. aor. εἰσιών μοι τὸν ὄνον ἐξάγειν δοκῶ Ar. Vesp. 177; αὐτὴν καὶ φιλῆσαί μοι δοκῶ, ich will sie küssen, Av. 671; Xen. ἡδέως ἄν μοι δοκῶ κοινωνῆσαι Cyr. 8, 7, 25. – Bes. von Träumen, τεκεῖν δράκοντ' ἔδοξεν Aesch. Ch. 527; vgl. Her. 7, 18. 5, 56; Ar. Fesp. 15; Plat. Theaet. 158 c. – Es folgt aber auch der acc. c. inf., es kommt mir so vor, ich meine, daß; Τροίαν νῦν πεπορθῆοθαι δοκεῖς Aesch. Ag. 577; δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις Spt. 615; τὴν δοκῶ οὖν μοι ἐγὼ παρακαλεῖν σε Plat. Prot. 840 a; ἐγὼ οὐκ ἄν ποτ' εἰς τοσοῦτον αἰκίας πεσεῖν ἔδοξα Soph. O. C. 753; εὕδειν νιν ἔδοξα Eur. Or 169; 85s. So Her. 1, 8 u. öfter, wie Folgde; περί τινος, Her. 9, 65; dah. auch καὶ τούτους τί δοκεῖτε; was meint ihr von diesen? Xen. An. 5, 7, 26; Plat. auch im pass., περὶ τοατων δοκεῖσθαι, geglaubt, angenommen werden, Rep. X, 612 d; u. τὰ δοκούμενα, was gemeint wird, IV, 490 a; δεδόκησαι παρ' ἐμοὶ γενναῖος ἀνήρ, du giltst mir für einen edlen Mann, Eur. Med. 763. – Sehr gewöhnlich ist das eingeschobene ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ὡς μὲν σοὶ δοκεῖ, Aesch. Spt. 351; Soph. O. R. 435; u. in Prosa bes. bei Plat. oft, nicht immer beschränkend, wie es mir scheint, sondern auch, wenn ich mich recht erinnere, wenn mir recht ist, ut opinor, Plat. Conv. 173 b; seltener auch τῷ πατρί, δοκῶ, Πυριλάμπης ὄνομα, Parm. 126 b; ὡς μὲν τοῖς πλείστοις ἐδόκουν Xen. An. 1, 4, 7. So steht auch der inf. absol., δοκεῖν ἐμοί, meines Bedünkens, meiner Meinung nach, Soph. El. 402; Her. 1, 172, u. häufig, wie Folgde; Plat. Euthyd. 275 a; ἀληθῆ ἔμοιγε δοκεῖν Men. 81 a. – Hieran reiht sich noch – a) δοκεῖν, in der Gerichtssprache, überwiesen, überführt erscheinen, ἂν δ' ἁλῷ καὶ δοκῇ εἰργάσθαι Dem. 23, 71, wie bei den Römern videtur fecisse; dah. δεδογμένοι καὶ ἑαλωκότες ἀνδροφόνοι ibd. 28; u. milder, »erfunden werden«, ἂν παρὰ τοὺς νόμους δόξῃ πείθειν νέους Plat. Polit. 299 c; vgl. Phaed. 113, d ff. – b) δοκεῖ μοι, es scheint mir gut, ich beschließe, bestimme, bes. von Beschlüssen des Volks oder Senats; Ἐτεοκλέα μὲν θάπτειν ἔδοξε Aesch. Spt. 999; τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει ibd. 1016; τίνα πέμπειν δοκεῖς ibd. 632; τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ Plat. Phaedr. 258 a; δοκεῖ πορευτέον εἶναι Xen. An. 4, 5, 1; ἐδόκει συγκαλέσαντας λοχαγοὺς λέγειν 4, 1, 26, u. öfter; bes. ἔδοξε ταῦτα, bei Abstimmungen; dah. im partic., δοκοῦντα καὶ δόξαντ' ἀπαγγέλλειν με χρή Aesch. Spt. 996; Soph. El. 29 Ai. 1029; so κατά u. παρὰ τὸ δοκοῦν, τὰ τῷ πλήθει δόξαντα, die Beschlüsse, Plat. Polit. 298 d; ζημιούσθω τῇ δοξάσῃ πᾶσι κοινῇ ζημίᾳ Legg. XII, 960 a; δεδογμέν', ὡς ἔοικε, τήνδε κατθανεῖν Soph. Ant. 752, wie δήμου δέδοκται ψηφίσματα Aesch. Suppl. 596. Absol., δόξαν δὲ ταῦτα, als dies beschlossen worden, Plat. Prot. 314 c; Xen. An. 4, 1, 13; Luc. Nigr. 2; δό ξαντα ταῦτα Andocid. 1, 81; Xen. Hell. 3, 2, 19; auch δεδογμένον αὐτοῖς, Thuc. 1, 125. Seltener δόξαντος δὲ τούτου, Xen. Hell. 1, 1, 36; δοξάντων δὲ καὶ τούτων 5, 2, 24. – Man merke noch πῶς δοκεῖς, was als Zwischensatz ein Staunen ausdrückt, was meinst du dazu? denk einmal! τοῦτον λαβοῦσα, πῶς δοκεῖς, καθύβρισεν Eur. Hipp. 446; Ar. Plut. 742; – οἱ δοκοῦντες ειναί τι, die etwas zu sein scheinen, d. i. vornehm, neben σεμνός Plat. Euthyd. 303 c; οἱ δοκοῦντες, im Gegensatz von ἀδοξοῦντες, Eur. Hec. 298; vgl. Troad. 608.

French (Bailly abrégé)

δοκῶ :
f. δόξω, ao. ἔδοξα, pf. inus., pqp. ἐδεδόχειν;
Pass. ao. ἐδόχθην, pf. δέδογμαι, pqp. ἐδεδόγμην;
formes poét. ou réc. f. δοκήσω, ao. ἐδόκησα, pf. δεδόκηκα ; Pass. ao. ἐδοκήθην, pf. δεδόκημαι;
A. sembler, paraître, d'où
I. abs.
1 avoir l'apparence de, paraître : οὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος, ἀλλ' εἶναι θέλει ESCHL car il veut non paraître juste et brave, mais l'être ; τῷ δοκεῖν μὲν οὐχὶ χρῄζων, τῷ δὲ βούλεσθαι θέλων EUR en apparence, tu n'y aspirais point, mais, à sonder ta volonté, tu le désirais;
2 avoir de l'apparence, faire bonne figure, paraître qch : οἱ δοκοῦντες EUR ceux qui ont du renom;
II. avec un déterminatif (verbe ou nom);
1 paraître, sembler : ἐδοξάτην μοι δύο γυναῖκ' εἰς ὄψιν μολεῖν ESCHL je crus voir deux femmes s'avancer sous mes yeux;
2 paraître (après réflexion ou après examen) : ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα IL comme cela me semble être le mieux ; δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν OD tu me parais ne pas manquer de sagesse ; δοκέει δέ μοι ὧδε λώϊον ἔσσεσθαι IL cela me semble devoir être mieux ainsi ; ἄξιοι ὑμῖν δοκοῦντες THC nous qui vous paraissons dignes de;
3 avoir la réputation d'être, être considéré comme, passer pour : ἐδόκει τις εἶναι PLUT il passait pour être un homme (d'un jugement supérieur);
III. paraître, avoir l'air de, feindre de : οὔτε ἀνεβόησεν οὔτε ἔδοξε μαθέειν HDT ni elle ne jeta un cri, ni elle ne parut s'être aperçue de rien ; ἤκουσα τοῦ λέγοντος οὐ δοκῶν κλύειν EUR j'entendais, sans avoir l'air d'entendre, celui qui parlait;
IV. paraître bon : εἰ δοκεῖ σοι ταῦτα ESCHL si cela te paraît convenable ; παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν THC contrairement à ce qui nous paraît bon ; τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει ESCHL voilà ce qu'ont décidé les magistrats des Cadméens ; • impers. ἔδοξε τῇ βουλῇ, τῷ δήμῳ, le sénat a décidé, le peuple a décidé ; τὰ δεδογμένα HDT le décret, la décision ; τὰ δόξαντα SOPH les résolutions (d'Oreste) ; de même, dans un grand nombre, de locut. : ὡς ἐμοὶ δοκεῖ ESCHL à mon avis ; εἰ δοκεῖ SOPH si tu veux ; ὡς ἐμοὶ δοκέειν HDT, ἐμοὶ δοκεῖν ESCHL, ἐμοὶ δοκέειν HDT ou sans μοι, δοκεῖν XÉN à ce qu'il me semble, à mon avis ; au participe abs. • δόξαν αὐτοῖς ὥστε διαναυμαχεῖν (pour ὅτε ἔδοξεν αὐτοῖς) THC comme ils avaient décidé d'engager le combat sur mer ; δόξαντος τούτου XÉN cela ayant été décidé;
B. penser, croire, d'où
I. se figurer (par l'imagination) : τεκεῖν δράκοντ' ἔδοξεν ESCHL elle crut avoir enfanté un dragon;
II. croire (après réflexion ou après examen) :
1 propr. croire, juger, penser : τούτους τί δοκεῖτε ; XÉN ces gens que croyez-vous qu'ils sont ? δοκέω δέ, εἴ τι περὶ τῶν θείων πρηγμάτων δοκέειν δεῖ HDT or je pense, s'il est permis de penser qch des affaires divines ; ἡδέως δ' ἄν μοι δοκῶ κοινωνῆσαι XÉN il me semble qu'il m'est agréable de devenir une partie de ce tout ; dans un grand nombre de locut. formant parenthèse : δοκῶ μοι, ou sans μοι : δοκῶ μέν SOPH je crois, je pense ; τοῦτον λαβοῦσα, πῶς δοκεῖς ; καθύβρισεν EUR Vénus s'empare de celui-là et (qu'en penses-tu ?) l'accable d'outrages;
2 penser, espérer : ἐπεὶ δοκέω νικήσεμεν Ἓκτορα IL car je pense vaincre Hector ; οὐ γάρ σε δοκέω πείθεσθαί μοι HDT car je n'espère pas te persuader;
3 penser à, songer à, se proposer de : εὖτ' ἂν δ' ἀείδειν δοκῶ ESCHL et lorsque je pense à chanter;
III. juger bon ; décider : ταῦτά μοι δοκῶ ὑπερβήσεσθαι ESCHN je suis décidé à passer par là-dessus ; τὸν οὖν Δία μοι δοκῶ χαίρειν ἐάσας ἐνθάδ' αὐτοῦ καταμενεῖν AR je suis donc décidé à envoyer promener Zeus et à rester résolument ici même ; dans les inscriptions : ἐδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ il a plu au Conseil et au Peuple (intitulé des décrets) ; Pass. être jugé bon, paraître bon, être décidé : οὕτω δέδοκται SOPH cela a été ainsi décidé ; δέδοκταί μοι κατθανεῖν EUR je suis résolue à mourir ; δεδογμέν’, ὡς ἔοικε, τήνδε κατθανεῖν SOPH c'est chose décidée, selon toute apparence, qu'elle meure ; δέδοκται τοῖσι πρώτοισι τῶν μαντίων ἀπόλλυσθαι HDT il est décidé que les premiers des devins doivent périr.
Étymologie: R. Δοκ, paraître.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δοκέω [~ δέχομαι] praes. opt. 3 sing. δοκοίη en δoκοῖ, Dor. δοκείοι, imperf. ἐδόκουν, Dor. 1 plur. ἐδόκευμες; aor. ἔδοξα en ἐδόκησα, aor. pass. ἐδοκήθην; perf. act. δεδόκηκα, perf. med. δέδογμαι en δεδόκημαι, plqperf. ἐδέδοκτο; fut. δόξω en δοκήσω, Dor. δοκησῶ de indruk hebben dat, menen, vinden, met inf. bij gelijke subjecten, met AcI bij ongelijke subj.:; δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα ik denk dat ik Hector zal verslaan Il. 7.192; οὐ... σε δοκέω πείθεσθαί μοι ik denk niet dat u mij gelooft Hdt. 1.8.2; inf. ook met ἄν:. τὴν ἐγώ... οὐκ ἄν ποτ’ ἐς τοσοῦτον αἰκίας πεσεῖν ἔδοξ (α) van wie ik niet had gedacht dat zij ooit in zo'n schandelijke toestand terecht zou kunnen komen Soph. OC 749. lijken, schijnen met dat. en inf.: op iem. de indruk wekken te, aan iem. toeschijnen te (nooit met ἄν); de dat. laat zich vaak vertalen als subj.: ik ((ἐμοί), jij (σοί) enz.) denk dat, ik heb de indruk dat...:; δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν u lijkt mij niet onverstandig te zijn Od. 3.142; vaak bij dromen:; ἐδοξάτην μοι δύο γυναῖκ (ε)... εἰς ὄψιν μολεῖν twee vrouwen leken mij in mijn blikveld te komen (d.w.z. ik meende/droomde dat er twee vrouwen voor mijn ogen waren komen staan) Aeschl. Pers. 181; εἰ μὲν ὅσιά σοι δοκῶ παθεῖν als u vindt dat ik op een voor de goden toelaatbare manier behandeld ben Eur. Hec. 788; ἄξιοι... νομίζοντες εἶναι καὶ ὑμῖν δοκοῦντες ‘(zelf) menend en aan u toeschijnend dat waard te zijn’ (d.w.z. wij meenden dat waard te zijn, en u dacht daar ook zo over) Thuc. 1.76.2; waarnemer en subj. kunnen ook gelijk zijn:; ἐγώ μοι δοκῶ κατανοέειν τοῦτο ik denk (verbeeld me) dat ik dat begrijp Hdt. 2.93.6; in commentaar-bijzinnen ὡς ἐμοὶ δοκῶ naar mijn mening; zie ook 3c. zonder dat., met inf.: lijken te doen of te zijn, de indruk wekken te doen of te zijn:; μή νυν ὁρᾶν δοκῶμεν αὐτόν laten we nu niet de indruk wekken dat we hem zien Aristoph. Pax 1051; οὐ τὸ δοκεῖν εἶναι ἀγαθὸν ἀλλὰ τὸ εἶναι (een man moet zich er op toeleggen) niet goed te lijken maar het te zijn Plat. Grg. 527b; uitdr.: δοκεῖν εἶναί τι denken dat je iets bent, denken dat je heel wat voorstelt. δοκεῖ, δόξει, ἔδοξε en pass. δέδοκται, met dat. en inf. praes. of aor. met n. subj. het lijkt mij (jou enz.) toe, met inf.:; ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα zoals de zaken mij het beste lijken Il. 12.215; pregn. het beste lijken; vandaar besluiten:; ἔδοξε τῇ βουλῇ τάδε... · ἐκκλησίαν ποιεῖν de Raad heeft het volgende besloten: een vergadering te beleggen Aristoph. Th. 373; spec. in gen. abs. en acc. abs. constructies:. δόξαντος... τούτου na dit besluit Xen. Hell. 1.1.36; δόξαν ἡμῖν ταῦτα ἐπορευόμεθα toen we dat besloten hadden gingen we op weg Plat. Prot. 314c. meestal onpers. pregn. het lijkt mij (jou enz.) goed/het beste toe (als); vandaar goed vinden (om) te, besluiten (om) te:; (λέγουσι) τοῖσι Ἕλλησι δόξαι... ἀπαιτέειν... Ἑλένην (men zegt) dat de Grieken besloten Helena terug te eisen Hdt. 1.3.2; πότερα δέδοκταί σοι... καρτερεῖν (ik wil van u horen) of u besloten heeft om te volharden Soph. Ph. 1274; δεδογμένον... αὐτοῖς toen zij een besluit hadden genomen Thuc. 1.125.2; vaste formule ἔδοξε τῇ βουλῇ / τῷ δήμῳ de Raad/Volksvergadering heeft besloten; ptc. subst.:; παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν in weerwil van ons besluit Thuc. 1.84; ook met AcI het lijkt mij juist toe dat:. νῦν ὦν μοι δοκέει διαβάντας προελθεῖν (sc. ἡμᾶς) daarom lijkt het me een goed idee dat wij nu oversteken en verder trekken Hdt. 1.207.5. onpers. in commentaar-bijzinnen ὡς ἐμοὶ δοκεῖ; ook in vaste formules met inf. naar het mij voorkomt, naar mijn mening.

Russian (Dvoretsky)

δοκέω: (fut. δόξω и δοκήσω - дор. δοκησῶ или δοκᾱσῶ, aor. ἔδοξα и ἐδόκησα - эп. δόκησα, pf. δεδόκηκα; pass.: aor. ἐδόχθην и ἐδοκήθην, pf. δέδογμαι и δεδόκημαι)
1 казаться, представляться (οὐ δ., ἀλλ᾽ εἶναι Aesch., Plat.): τῷ δοκεῖν Eur. и τῷ δόξαι Xen. с виду; οἱ μὲν εἰσὶ συλλογισμοί, οἱ δ᾽ οὐκ ὄντες δοκοῦσι τι Arst. одни силлогизмы действительно являются (таковыми), другие же, не будучи ими, имеют некоторую видимость (их); τί δ. ἂν δοκεῖ σοι ποιῆσαι; Aesch. что он, по-твоему, сделал бы?; ὡς ἐμοῖ δοκεῖ Aesch., ἐμοὶ δοκεῖν Aesch., Her. или δοκεῖν ἐμοί Soph., Her., тж. δοκεῖν Xen. по-моему; οὐ δοκῶν κλύειν Eur. не подавая и виду, что слышит; μὴ ὁρᾶν δοκῶμεν αὐτόν Arph. притворимся, что не замечаем его; ἐδοξάτην μοι δύο γυναῖκ᾽ εἰς ὄψιν μολεῖν Aesch. перед взором моим предстали (во сне) две женщины: ἔδοξ᾽ ἐν ὕπνῳ Eur. мне приснилось; ἔστι δὴ τὰ γ᾽ ἐμοὶ δοκοῦντα Dem. таково, по крайней мере, мое мнение;
2 считать, полагать, думать: παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν Thuc. вопреки нашему мнению; τούτους τί δοκεῖτε; Xen. кем вы их считаете?; δοκῶ μοι Plat. или δοκῶ μέν Soph., Eur., Plat. полагаю; πόσον δοκεῖς; Arph. сколько, ты думаешь?; τὰ δοκοῦντα περί τινος Plat. мнения о чем-л.;
3 рассчитывать, надеяться (δοκέω νικησέμεν Ἓκτορα Hom.);
4 собираться, намереваться, желать (ἀείδειν δοκῶ Aesch.);
5 казаться целесообразным, правильным: εἰ δοκεῖ σοι ταῦτα Aesch. если тебе так угодно;
6 пользоваться влиянием, иметь вес или иметь значение: οἱ δοκοῦντες и τὰ δοκοῦντα Eur., тж. οἱ δοκοῦντες εἶναί τι Plat. могущественные, влиятельные люди;
7 постановлять, решать (οὕτω δέδοκται Soph.): ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ Plat. государственный совет и народное собрание постановили; τὰ δόξαντα Soph. и τὰ δεδογμένα Her. решения; δόξαν (part. n abs.) αὐτοῖς ὥστε διαναυμαχεῖν Thuc. поскольку они решили вступить в морской бой; δόξαντα ταῦτα и δόξαντος τούτου Xen. когда это было решено.

English (Autenrieth)

aor. δόκησε: think, fancy, usually seem; δοκέω ϝῖκησέμεν Ἕκτορα δῖον, Il. 7.192; δοκέει δέ μοι ὧδε καὶ αὐτῷ | λώιον ἔσσεσθαι, Il. 6.338.

English (Slater)

δοκέω (δοκεῖ; δοκέοντα: fut. or ?aor. subj. δόξομεν, fut. [δοκ]ήσεις: aor. ἔδοξε(ν) ἔδοξ(ε), ἔδοξαν; ἐδόκησεν, -αν: pf. pass. δεδόκηται as act.)
   1 pers.,
   a seem, be considered, be held c. inf. ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος (sc. οἱ Κορίνθιοι) (O. 13.56) “ἔδοξ[ε γὰρ] τεκεῖν πυρφόρον ἐρι[ (sc. Ἑκάβα) Πα. 8A. 19. c. dat. & inf., ἔδοξεν αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου (O. 3.24) ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν (O. 5.16) κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν (O. 13.72) ἐδόκησέν τε (Ἀντίλοχος) τῶν πάλαι γενεᾷ ὁπλοτέροισιν ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν (P. 6.40) c. inf. & pred. adj. πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74) σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν (byz.: δόξωμεν codd.) (N. 4.37)
   b expect ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα, πέσε δ ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα. (δοκέοντι coni. Fennel: the Σ also explain ἔνδοξον. cf. Gerber, A. J. Ph. 1963, 182f.) (N. 7.31)
   c frag. δοκ]ήσεις οὐ πὰρ σκόπον (eΣ supp. Lobel) fr.6a.g.
   2 impers., c. inf., it is held good i. e. one decides εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις (N. 5.19) c. dat. & inf. ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.59)

English (Strong)

a prolonged form of a primary verb, doko dok'-o (used only in an alternate in certain tenses; compare the base of δεικνύω) of the same meaning; to think; by implication, to seem (truthfully or uncertainly): be accounted, (of own) please(-ure), be of reputation, seem (good), suppose, think, trow.

English (Thayer)

δοκῶ; imperfect ἐδόκουν; 1st aorist ἔδοξα; (akin to δέχομαι or δέκομαι, whence δοκός an assumption, opinion (cf. Latin decus, decet, dignus; Curtius, § 15; cf. his Das Verbum, i., pp. 376,382)); (from Homer down);
1. to be of opinion, think, suppose: followed by an accusative with an infinitive, R G L Tr); δοκέω itself, ὁ δοκεῖ ἔχειν); ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν); μή δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς do not suppose that ye may think, ὅτι, T WH); T Tr WH); ἡ ὥρα οὐ δοκεῖτε ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται); R G L brackets Tr marginal reading brackets); forming a parenthesis in the midst of a question: πόσῳ, δοκεῖτε, χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας; Aristophanes Aeharn. 12 πῶς τουτ' ἐσεισε μου, δοκεῖς, τήν καρδίαν; Anacreon (530 B.C.>) 40,15 (i. e., 35 (33), 16) πόσον, δοκεῖς, πονουσιν, ἔρως, ὅσους σύ βαλλεις;). (Synonym: see ἡγέομαι, at the end)
2. intransitive, to seem, be accounted, reputed: ἔδοξα ἐμαυτῷ δεῖν πρᾶξαι, I seemed to myself, i. e. I thought, Buttmann, 111 (97)); οἱ δοκοῦντες ἄρχειν those that are accounted to rule, who are recognized as rulers, οἱ δοκοῦντες εἶναι τί those who are reputed to be somewhat (of importance), and therefore have influence, Plato, Euthyd., p. 303c.); simply, οἱ δοκοῦντες those highly esteemed, of repute, looked up to, influential, Euripides, Hec. 295, where cf. Schafer; (cf. Winer's Grammar, § 45,7)). By way of courtesy, things certain are sometimes said δοκεῖν, as in Cicero, offic. 3,2, 6 ut tute tibi defuisse videare); Winer's Grammar, § 65,7c.
3. impersonally, δοκεῖ μοι, it seems to me; i. e.
a. I think, judge": thus in questions, τί σοι (ὑμῖν) δοκεῖ; κατά τό δοκοῦν αὐτοῖς as seemed good to them, Lucian, Tim. § 25, and παρά τό δοκοῦν ἡμῖν, Thucydides 1,84).
b. ἔδοξε μοι it seemed good to, pleased, me; I determined: followed by an infinitive, also often in Greek writings. Compare: εὐδοκέω, συνδοκέω, εὐδοκέω. [ SYNONYMS: δοκεῖν 2, φαίνεσθαι: φαίνεσθαι (primarily of luminous bodies) makes reference to the actual external appearance, generally correct but possibly deceptive; δοκεῖν refers to the subjective judgment, which may or may not conform to the fact. Hence, such a combination as δοκεῖ φαίνεσθαι is no pleonasm. Cf. Trench, § lxxx.; Schmidt, chapter 15.]

Greek Monolingual

(I)
(AM δοκῶ, δοκέω)
Ι. δοκώ αρχ.-μσν. και «δοκεῖ μοι» — νομίζω, θαρρώ
νεοελλ.
(ε)δοκήθηκα
αντιλήφθηκα
αρχ.-μσν.
1. απρόσ. «δοκεῖ μοι» — μού φαίνεται ορθό
2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαιμάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.)
3. (για πρόσ.) θεωρούμαι, νομίζομαι, υπάρχει η γνώμη για μένα («δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν», Θουκ.)
4. θεωρούμαι πως έχω κάποια αξίακηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ' ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι», ΚΔ)
αρχ.
1. σκέπτομαι, υποθέτω, φαντάζομαι
2. (για όνειρο ή φαντασία σε παρωχημένο συνήθως χρόνο) βλέπω, θωρώ
3. έχω σκοπό, προτίθεμαι να κάνω
4. (απολ.) έχω ή σχηματίζω γνώμη, ιδέα για κάτι
5. (συν. σε παρενθετικές φράσεις) νομίζω, πιστεύω (α. «τῷ μὲν γὰρ πατρί, δοκῶ, Πυριλάμπης ὄνομα», Πλούτ.)
β. «πῶς δοκεῖς;» παρενθετική φράση για να προκαλέσει προσοχή
6. «δοκῶ μοι»
α) κατά την κρίση μου, φαίνεται
β) είμαι αποφασισμένος
7. φαίνομαι, προσποιούμαι ότι κάνω κάτι
8. (για ενέργεια ή επίδραση αντικειμένου στο πνεύμα) α) φαίνομαι
β) (με απρμφ. μέλλ.) φαίνομαι πιθανός, φαίνομαι ή θεωρούμαι ότι έχω πράξει
9. (απολ.) φαίνομαι σε αντίθεση με την πραγματικότητα («οὐ δοκεῖν ἄριστος, ἀλλ' εἶναι θέλει», Αισχ.)
10. μού φαίνεται καλό, αποφασίζω
11. απρόσ. (για κοινή απόφαση, ψήφισμα κ.λπ.) αποφασίζω
(«ἔδοξε τῇ βουλῆ καὶ τῷ δήμῳ)
12. (με αιτ. απολ.) δόξαν
αφού αποφασίστηκε, φάνηκε καλό
13. (για κατηγορούμενο) αποδεικνύομαι ότι
14. είμαι αναγνωρισμένος, παραδεκτός
15. συχνά οι σημασίες νομίζω και φαίνομαι αντιπαραβάλλονται («τὸ δοκοῦνἑκάστῳ τοῦτο καὶ εἶναι τῷ δοκοῦν τι» — αυτό που φαίνεται στον καθένα αυτό και υπάρχει γι' αυτόν που το νομίζει, Πλάτ.)
II. (η μτχ. ενεστ. ουδ.) το δοκούν (AM δοκοῦν)
φρ. «κατὰ τὸ δοκοῦν»
1. όπως αρέσει σε κάποιον, όπως του φαίνεται σωστό
2. αυθαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το δοκώ, όπως εξάλλου και τα δοκάζω, δοκεύω, σχηματίστηκε από το θ. του δέχομαι / δέκομαι και ταυτίζεται μορφολογικά με το λατ. doceo «διδάσκω, εκπαιδεύω». Το ρ. δοκώ «θεωρώ, πιστεύω» αλλά και «θεωρούμαι, νομίζομαι» που αναφέρεται στις έννοιες της σκέψεως, της γνώμης ή της κρίσεως μπορεί να αναχθεί σε μια πρωταρχική, γενική ιδέα, η οποία εμφανίζεται εξίσου στα δέχομαι / δέκομαι, λατ. decet κ.λπ. Είναι η έννοια της τηρήσεως της απόλυτης ταυτίσεως ή της αναλογίας προς αυτό που πρέπει, που αρμόζει.
ΠΑΡ. δόκιμος, δόξα
αρχ.
δοκή, δόκημα, δόκησις, δοκώ.
(II)
δοκῶ (-όω) (Α) δοκός
στεγάζω με δοκάρια.
(III)
δοκώ, η (Α)
δόκησις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δόκος < δοκώ].

Greek Monotonic

δοκέω: παρατ. ἐδόκουν· ο μέλ. και οι άλλοι χρόνοι είναι διπλοί. Από το *δόκω, μέλ. δόξω, αόρ. αʹ ἔδοξα, Παθ. ἐδόχθην, Παθ. παρακ. δέδογμαι. Από το δοκέω, μέλ. δοκήσω, Δωρ. δοκησῶ ή -ᾱσῶ, αόρ. αʹ ἐδόκησα, Επικ. δόκησα, Παθ. ἐδοκήθην, παρακ. δεδόκηκα, Παθ. δεδόκημαι·
I. 1. videor mihi, νομίζω, θεωρώ, υποθέτω, εικάζω, φαντάζομαι, αναμένω, προσδοκώ, με αιτ. και απαρ., δοκέω νικησέμεν, σε Ομήρ. Ιλ.· οὔ σε δοκέω πείθεσθαι, σε Ηρόδ.· τεκεῖν δράκοντ' ἔδοξεν, της φάνηκε ότι το φίδι γέννησε, σε Αισχύλ.· ἔδοξ' ἰδεῖν, Λατ. visus sum videre, μου φάνηκε, νόμισα ότι είδα, σε Ευρ.· ἀείδειν δοκῶ, μου φαίνεται, νομίζω ότι τραγουδώ, σε Αισχύλ.
2. απόλ., έχω ή διαμορφώνω μια γνώμη, περίτινος, σε Ηρόδ.· σε παρενθετικές εκφράσεις, ὡς δοκῶ, σε Τραγ.· πῶς δοκεῖς; πώς σκέφτεσαι; πώς φαντάζεται; σε Ευρ.
3. δοκῶ μοι στην Αττ., όπως ακριβώς το δοκεῖ μοι, όπως το Λατ. videor mihi αντί videtur mihi, νομίζω, μου φαίνεται, με απαρ., σε Ηρόδ., κ.τ.λ.· επίσης, είμαι αποφασισμένος, με απαρ., σε Αριστοφ.
4. με απαρ. επίσης, παρουσιάζομαι ή προσποιούμαι ότι κάνω, Λατ. simulo, ή με άρνηση, παρουσιάζομαι ή προσποιούμαι ότι δεν κάνω κάτι, Λατ. dissimulo· ἤκουσά του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν, σε Ευρ.
II. 1. videor, φαίνομαι σε κάποιον, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
2. απόλ., φαίνομαι κατά αντίθετη με ό,τι είμαι στην πραγματικότητα, οὐδοκεῖν, ἀλλ' εἶναι θέλει, σε Αισχύλ.
3. μου φαίνεται καλό, αποφασίζω, Λατ. placere, εἰ δοκεῖ σοι ταῦτα, στον ίδ. 4. α) απρόσ., δοκεῖ μοι, με περίπου ίδια σημασία με το δοκῶμαι (ανωτ. I. 3), φαίνεται σε εμένα, μου φαίνεται, μου φαντάζει, νομίζω, ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σε διατάγματα, ψηφίσματα και άλλα παρόμοια, ἔδοξε τῇ βουλῇ, placuit senatui, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· τὸ δόξαν, το ψήφισμα, η απόφαση, σε Ηρόδ.· τὰ δόξαντα, σε Σοφ.· παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν, σε Θουκ.· ομοίως στην Παθ., δέδοκται, Λατ. visum est, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ. β) αιτ. απόλ., δόξαν, όταν διατάχθηκε ή αποφασίσθηκε, δόξαν αὐτοῖς ὥστε διαναυμαχεῖν (δηλ. ὅτε ἔδοξεν αὐτοῖς), σε Θουκ.· ομοίως, δεδογμένον αὐτοῖς, στον ίδ.
5. θεωρούμαι ή φημολογούμαι, ἄξιοι δοκοῦντες, στον ίδ.· οἱ δοκοῦντες εἶναί τι, άνδρες που θεωρούνται ότι είναι κάτι, άνδρες φήμης, σε Πλάτ.· ομοίως, οἱ δοκοῦντες μόνο του, σε Ευρ.· τὰ δοκοῦντα, αντίθ. προς τὰ μηδὲν ὄντα, στον ίδ.· επίσης στην Παθ., οἱ δεδογμένοι ἀνδρόφονοι, αυτοί οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

δοκέω: Ἰλ. ΙΙ. 192, Ἀττ. παρατατ. ἐδόκουν· ὁ μέλλων καὶ οἱ ἄλλοι χρόνοι εἶναι διπλοῖ. Ι) ἐκ ῥήμ. *δόκω, μέλλ. δόξω καὶ ἀόρ. α΄ ἔδοξα. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἐρμ. 208, Πίνδ. καὶ Ἀττ.· ὑπερσυντέλ.ἐδεδόχεσαν ἐν Δίωνι Κ. 44. 26. - Παθ., ἀόρ. ἐδόχθην Πολύβ., κτλ., (κατ-) Ἀντιφῶν 116. 32· πρκμ. δέδογμαι Ἡρόδ., Ἀττ. 2) οἱ ὁμαλοὶ τύποι, οἵτινες σχεδὸν μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μεταγενεστέροις πεζοῖς ἀπαντῶσι, μέλλ. δοκήσω Αἰχύλ. Πρ. 386, Ἀριστοφ. Νεφ. 562, κτλ. (ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 4. 74)· Δωρ. δοκησῶ ἢ ᾱσῶ Θεόκρ. 1. 150· ἀόρ. ἐδόκησα, Ἐπ. δόκ-, Ὀδ. Κ. 415, Πίνδ., Τραγ., Ἀριστοφ. Βατρ. 1485· πρκμ. δεδόκηκα Αἰσχύλ. Εὐμ. 309. - Παθ. ἀόρ. ἐδοκήθην Εὐρ. Μηδ. 1417, Ἀλκ. 1161, Βάκχ. 1390· πρκμ. δεδόκημαι Πίνδ. Ν. 5. 36, Εὐρ. Μηδ. 763, Ἀριστοφ. Σφηξ. 726, ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 7. 16 (ἐκτὸς ἂν διορθώσωμεν δέδοκται)· ἀλλὰ δεδοκημένος (ὃ ἴδε) ἀνήκει εἰς τὸ δέχομαι. (Ἐκ τῆς √ΔΟΚ παράγονται ὡσαύτως τὰ δοκή, δόξα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. dasas (fama)· Λατ. dec-us, dec-or, dec-et). Ι. ἐπὶ πνευματ. ἐνεργείας, Λατ. videor mihi, σκέπτομαι, νομίζω, ὑποθέτω, φαντάζομαι ἀντίθ. φρονέω, Σοφ. Αἴ. 942, Φερεκρ. Χειρ. 7), Ὅμ., κτλ. 1) μετ’ ἀπαρ., δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα Ἰλ. Η. 192· οὔ σε δοκέω πείθεσθαι Ἡρόδ. 1. 8. πρβλ. 11. 27 κ. ἀλλ., Ἀντιφῶν 121. 24, κτλ.· σπαν. παραλειπομένης τῆς ἀπαρέμφ., δοκῶ… οὐδὲν ῥῆμα… κακὸν (εἶναι) Σοφ. Ἠλ. 64· τούτους τι δοκεῖτε (εἶναι) Ξεν. Ἀν. 5. 7, 26· - συχνάκις ἐν χρήσει ἐπὶ ἀνθρώπων διηγευμένων ὄνειρον ἢ ὅραμά τι, τεκεῖν δράκοντ’ ἔδοξεν, ἐφάνη αὐτῇ ὅτι ὄφις ἐγέννησε, Αἰσχύλ. Χο. 527· ἐδόκουν ἀετὸν… φέρειν, ἐνόμισα, μοὶ ἐφάνη ὅτι ἀετὸς ἔφερε…, Ἀριστοφ. Σφηξ. 15· ἔδοξ’ ἰδεῖν, Λατ. visus sum videre, ἐνόμισα ὅτι εἶδον, Εὐρ. Ὀρ. 408· ἔδοξ’ ἀκοῦσαι Πλάτ. Πρωτ. 315Ε· ἔδοξ’ ἐν ὕπνῳ… οἰκεῖν ἐν Ἄργει Εὐρ. Ι. Τ. 44· - νομίζω ὅτι θὰ πράξω…, ἔχω σκοπόν, ὅταν δ’ ἀείδειν… δοκῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 16. 2) ἀπολ., ἔχω γνώμην, περί τινος Ἡρόδ. 9. 65· ἀλλὰ συνηθέστερον, ὡς τὸ Λατ. opinor, ἐν παρενθετικαῖς φράσεσιν, ὡς δοκῶ Τραγ.· δοκῶ μόνον, Πλάτ. Παρμεν. 126Β· πῶς δοκεῖς; πρὸς διέγερσιν τῆς προσοχῆς εἴς τινα παρατήρησιν· τοῦτον, πῶς δοκεῖς; καθύβρισεν Εὐρ. Ἱππ. 446, πρβλ. Ἐκ 1160, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 8, κτλ. . πρβλ. πῶς ΙΙΙ. 5. 3) δοκῶ μοι παρ’ Ἀττ., ἀκριβῶς ὡς τὸ δοκεῖ μοι (κατωτ.), ὡς τὸ Λατ. videor mihi ἀντὶ videtur mihi, νομίζω, μοὶ φαίνεται, μετ’ ἀπαρ., ἐγώ μοι δοκέω κατανοέειν τοῦτο Ἡρόδ. 2. 93, κτλ.· οὔ μοι δοκῶ, δὲν νομίζω…, Πλάτ. Θεαιτ. 158Ε· - ἀλλὰ δοκῶ μοι, ὡσαύτως, εἶμαι ἀποφασισμένος, μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., Ἀριστοφ. Σφηξ. 177, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὁ αὐτ. Πλούτ. 1186, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 671, κτλ.· σπανίως ἄνευ τοῦ μοι, ὅταν δ’ ἀείδειν… δοκῶ, ὁπόταν, ὁσάκις νομίσω καλόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖς ὁ αὐτ. Θήβ. 650. 4) ὡς τὸ προσποιοῦμαι, μετ’ ἀπαρ., φαίνομαι ἢ προσποιοῦμαι ὅτι δὲν κάμνω τι, Λατ. dissimulo, ὁρέων μὲν οὐδέν, δοκέων δὲ [ὁρᾶν] Ἀλκμὰν 76· οὔτε ἔδοξε μαθέειν Ἡρόδ. 1. 10· οὐδὲ γινώσκειν δοκῶν Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 30· τὰ μὲν ποιεῖν, τὰ δὲ δοκεῖν Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 19· ἤκουσι του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν Εὐρ. Μηδ. 67· πόσους δοκεῖς… ὁρῶντας… μὴ δοκεῖν ὁρᾶν ὁ αὐτ. Ἱππ. 462· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1146, Ξεν Ἑλλ. 4. 5, 6. ΙΙ. ἐπὶ τῆς ἐνεργείας ἢ ἐπιδράσεως ἀντικειμένου τινὸς ἐπὶ τὸ πνεῦμα, videor, φαίνομαι, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ. ἐνεστ., δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Ὀδ. Ε. 342· δόκησε δ’ ἄρα σφίσι θυμὸς ὥς ἔμεν, ὡς εἰ…, ἡ καρδία των ἐφάνη ὡς ἂν…, ἐφάνη αὐτοῖς ὡς ἂν…, Ὀδ. Κ. 415· μετ’ ἀπαρ. μέλλ., φαίνομαι πιθανὸς εἴς τινα, δοκέει δέ μοι ὧδε λώϊον ἔσσεσθαι Ἰλ. Ζ. 338· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., οὐδέποτε παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ συχνάκις παρ’ Ἀττ.· τί δ’ ἂν δοκεῖ σοι Πρίαμος (ἐνν. ποιῆσαι) Αἰσχύλ. Ἀγ. 935· φαίνομαι ἢ νομίζομαι ὅτι ἔχω πράξει, ἰδίως ἐπὶ ὑπόπτων προσώπων, Θουκ. 2. 21., 5. 16. 2) ἀπολ., φαίνομαι κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πραγματικότητα, τὸ δοκεῖν καὶ τὴν ἀλάθειαν βιᾶται Σιμων. 76· οὐ δοκεῖν, ἀλλ’ εἶναι θέλει Αἰσχύλ. Θήβ. 592, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 527Β· - πλῆρες, τὸ δοκεῖν εἶναι Αἰσχύλ. Ἀγ. 788. 3) φαίνεταί τι καλὸν εἰς ἐμέ, ἀποφασίζω, Λατ. placere, εἰ δοκεῖ σοι ταῦτα Αἰσχύλ. Ἀγ. 944· τοιαῦτ’ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει ὁ αὐτ. Θήβ. 1025. 4) συχν. ἀπροσ., δοκεῖ μοι, ἐπὶ τῆς αὐτῆς περίπου ἐννοίας ἐφ’ ἧς καὶ τὸ δοκῶ μοι (ἀνωτ. Ι. 3), φαίνεται εἰς ἐμέ, νομίζω, ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Ἰλ. Μ. 215· πρβλ. δοάσσατο· -συχνὸν παρ’ ἅπασι τοῖς μεταγεν., ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ὡς ἐγὼ νομίζω, Wess. Ἡρόδ. 6. 95· συχνάκις κατ’ ἀπαρ. ἐν παρενθ. προτάσει, ὡς ἐμοὶ δοκέειν, κατὰ τὴν κρίσιν ἢ γνώμην μου, Ἡρόδ. 9. 113· δοκέειν ἐμοὶ ὁ αὐτ. 1. 172· ἀλλ’, ἐμοὶ δοκεῖν, τάχ’ εἴσει Αἰσχύλ. Πέρσ. 246, κτλ.· ὡσαύτως (ἄνευ τοῦ μοι) Ξεν. Ἀν. 4. 5, 1. β) φαίνεταί μοι καλόν, εἶναι ἡ γνώμη μου, δοκεῖ ἡμῖν χρῆσθαι Θουκ. 4. 118, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1350, Θήβ. 1025· - ἰδίως ἐπὶ κοινῆς ἀποφάσεως, τοῖσι Ἕλλησι ἔδοξε… ἀπαιτέειν Ἡρόδ. 1. 3, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἔδοξεν Ἀργείοισιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 604, πρβλ. Θήβ. 1008· ἰδίως ἐν ψηφίσμασι κ.τ.τ., ἔδοξε τῇ βουλῇ, τῷ δήμῳ Ἀριστοφ. Θεσμ. 372, Θουκ. 4. 118, κτλ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 76, κτλ.· τὸ δόξαν, = δόγμα, ἡ ἀπόφασις, Ἡρόδ. 3. 76, κτλ.· τὰ δόξαντα Σοφ. Ἠλ. 29, Δημ. 32, 11· τό σοι δοκοῦν, ἡ ἰδική σου γνώμη, Πλάτ. Πολ. 487D· παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν Θουκ. 1. 84, κτλ.· - ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., δέδοκται, Λατ. visum est, Ἡρόδ. 4. 68, Τραγ., κτλ.· εἰ δεδόκηται ἐπαινῆσαι Πίνδ. Ν. 5. 36· δεδόχθω τὸ ἄτοπον τοῦτο Πλάτ. Νόμ. 799Ε, κτλ.· τοῦτ’ ἔστ’ ἐμοὶ δεδογμένον Εὐρ. Ἡρακλ. 1· δεδογμέν’ [ἐστὶ]… τήνδε κατθανεῖν Σοφ. Ἀντ. 576, πρβλ. Ο. Κ. 1431· δέδοκται τῇ βουλῇ, κτλ., συχνὸν ἐν Ἐπιγραφ. γ) αἰτ. ἀπόλ., δόξαν, ἀφοῦ ἀπεφασίσθη, ἐφάνη καλόν, δόξαν αὐτοῖς ὥστε διαναυμαχεῖν (δηλ. ὅτε ἔδοξεν αὐτοῖς) Θουκ. 8, 79· δόξαν δέ σφι (ἐνν. λιπέσθαι) Ἡρόδ. 2. 148· δόξαν ἡμῖν ταῦτα (ἐνν. πράττειν) Πλάτ. Πρωτ. 314C· - οὕτως, ἰδίᾳ δοκῆσάν τοι τόδ’…; Εὐρ. Ἱκέτ. 129· καὶ δεδογμένον αὐτοῖς Θουκ. 1. 125, κτλ. - ἀλλ’ ὡσαύτως, δόξαντος τούτου Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 36· δόξαντα ταῦτα αὐτόθι 3. 2, 19. 5) νομίζομαι, θεωροῦμαι…, μετ’ ἀπαρ., Πίνδ. Ο. 13. 79, ΙΙ. 6. 40· ἄξιοι ὑμῖν δοκοῦντες Θουκ. 1. 76· οἱ δοκοῦντες εἶναί τι, ἄνθρωποι· περὶ ὧν ὑπάρχει γνώμη ὅτι εἶνέ τι, Πλάτ. Γοργ. 472Α· τὸ δοκεῖν τινες εἶναι… προσειληφότες Δημ. 582. 27· ἐδόκει τις εἶναι Πλούτ. Ἀριστείδ. 1· οὕτως, οἱ δοκοῦντες μόνον, Εὐρ. Ἑκ. 295· τὰ δοκοῦντα, ἀντίθ. τὰ μηδὲν ὄντα, ὁ αὐτ. Τρῳ. 608· ἀρετὴ δοκοῦσα = δόξα ἀρετῆς Θουκ. 3. 10· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., οἱ δεδογμένοι ἀνδροφόνοι, οἱ εὑρεθέντες ἔνοχοι ἀνθρωποκτονίας, Δημ. 629. 71· πρβλ. ἀδόκητος ΙΙ. (Αἱ δύο σημασίαι τοῦ δοκέω ἐνίοτε ἀντιπαραβάλλονται, τὰ ἀεὶ δοκοῦντα… τῷ δοκοῦντι εἶναι ἀληθῆ, τὰ φαινόμενα, νομιζόμενα ἀληθῆ, εἶνε ἀληθῆ δι’ ἐκεῖνον ὅστις τὰ νομίζει τοιαῦτα, Πλάτ. Θεαιτ. 158Ε· τὸ δοκοῦν ἑκάστῳ τοῦτο καὶ εἶναι τῷ δοκοῦντι αὐτόθι 162C. Πρὸς τὴν διπλῆν ταύτην σημασίαν πρβλ. Ἀγγλο-Σαξον. bencan, Παλαιο-Σκανδιν. bekkja, σκέπτομαι, νομίζω, πρὸς τὰ bincan, bykkja, φαίνομαι· ἴχνη δὲ τῆς δευτέρας ταύτης σημασίας παρέμειναν ἐκ τῆς ἀγγλ. methinks, methought). - Πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, 84.

Middle Liddell

I. = videor mihi, to think, suppose, imagine, expect, c. acc. et inf., δοκέω νικησέμεν Il.; οὔ σε δοκέω πείθεσθαι Hdt.; τεκεῖν δράκοντ' ἔδοξεν she thought a serpent bare young ones, Aesch.; ἔδοξα ἰδεῖν, Lat. visus sum videre, methought I saw, Eur.; ἀείδειν δοκῶ I think to sing, Aesch.
2. absol. to have or form an opinion, περί τινος Hdt.; in parenthetic phrases, ὡς δοκῶ Trag.; πῶς δοκεῖς; how think you? Eur.
3. δοκῶ μοι in Attic, just like δοκεῖ μοι, as Lat. videor mihi for videtur mihi, I seem to myself, methinks, c. inf., Hdt., etc.; also, I am determined, resolved, c. inf., Ar.
4. c. inf., also, to seem or pretend to be doing, Lat. simulo, or with a negat. to seem or pretend not to be doing, Lat. dissimulo; ἤκουσά του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν Eur.
II. = videor, to seem to one, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od., etc.
2. absol. to seem, as opp. to reality, οὐ δοκεῖν, ἀλλ' εἶναι θέλει Aesch.
3. to seem good, Lat. placere, εἰ δοκεῖ σοι ταῦτα Aesch.
4. impers., δοκεῖ μοι much in the same sense as δοκῶ μοι (supr. I. 3), it seems to me, meseems, methinks, ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Il., etc.:—in decrees and the like, ἔδοξε τῆι βουλῆι, placuit senatui, Ar., Thuc., etc.; τὸ δόξαν the decree, Hdt.; τὰ δόξαντα Soph.; παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν Thuc.:—so in Pass., δέδοκται, Lat. visum est, Hdt., Trag., etc.
b. acc. absol. δόξαν, when it was decreed or resolved, δόξαν αὐτοῖς ὥστε διαναυμαχεῖν (i. e. ὅτε ἔδοξεν αὐτοῖς) Thuc.; so, δεδογμένον αὐτοῖς Thuc.
5. to be thought or reputed so and so, ἄξιοι δοκοῦντες Thuc.; οἱ δοκοῦντες εἶναί τι men who are held to be something, men of repute, Plat.; so οἱ δοκοῦντες alone, Eur.; τὰ δοκοῦντα, opp. to τὰ μηδὲν ὄντα, Eur.; also in Pass., οἱ δεδογμένοι ἀνδροφόνοι those who have been found guilty of homicide, Dem.

Chinese

原文音譯:dokšw 多咳哦
詞類次數:動詞(63)
原文字根:看來好像 相當於: (חָשַׁב‎ / חֹשֵׁב‎)
字義溯源:想*,覺,似乎,好像,以為,認為,定意,意思,自以為,有名望,以為好的,看為,被尊,看來,想,想到,想要。 (δοκέω)乃(δοκός)X=思考*)的一種格式。比較(δείκνυμι / δεικνύω)=顯示*)
同源字:1) (δόγμα)律法 2) (δογματίζω)按照規定 3) (δοκέω)想 4) (δοκιμάζω / δοκιμασία)試驗 5) (δοξάζω)得榮 6) (εὐδοκέω)認為美好 7) (παράδοξος)與期望相反的參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字
出現次數:總共(63);太(10);可(2);路(10);約(8);徒(9);林前(9);林後(3);加(5);腓(1);來(4);雅(2)
譯字彙編
1) 以為(18) 太3:9; 太18:12; 太22:42; 太26:66; 可6:49; 路19:11; 路24:37; 約5:39; 約11:13; 約11:31; 約13:29; 約20:15; 林前3:18; 林前8:2; 林前10:12; 林前14:37; 加6:3; 腓3:4;
2) 定意(4) 徒15:22; 徒15:25; 徒15:28; 徒15:34;
3) 你們以為(3) 路12:51; 路13:2; 路13:4;
4) 我想(2) 林前4:9; 林前7:40;
5) 有名望的(2) 加2:6; 加2:6;
6) 似乎(2) 林前12:22; 來4:1;
7) 你們想⋯到(2) 太24:44; 路12:40;
8) 他們以為(2) 太6:7; 徒27:13;
9) 想(2) 太21:31; 約5:45;
10) 認為(2) 太22:17; 約11:56;
11) 你想(2) 太26:53; 路10:36;
12) 有名望之人(1) 加2:2;
13) 看(1) 林後11:16;
14) 有名望(1) 加2:9;
15) 覺(1) 來12:11;
16) 你們想(1) 雅4:5;
17) 你們⋯在想(1) 林後12:19;
18) 自以為(1) 雅1:26;
19) 我好像(1) 林後10:9;
20) 以為好的(1) 來12:10;
21) 你們想想(1) 來10:29;
22) 曾以為(1) 徒26:9;
23) 他自以為(1) 路8:18;
24) 就定意(1) 路1:3;
25) 被尊(1) 可10:42;
26) 想呢(1) 太17:25;
27) 算(1) 路22:24;
28) 就以為是(1) 約16:2;
29) 想要(1) 林前11:16;
30) 看來(1) 徒25:27;
31) 他似乎(1) 徒17:18;
32) 以為是(1) 徒12:9;
33) 我們看為(1) 林前12:23

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=νομίζω, φαντάζομαι, ἀποφασίζω). Ἀπό ρίζα δεκ. Συγγενικό μέ τό δέχομαι.
Παράγωγα: δόγμα, δογματικός, δόκησις (=δοξασία), δοκησίσοφος (=αὐτός πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του σοφό), ἀδόκητος (=ἀπροσδόκητος), ἀδοκήτως, δόκιμος, δοκίμως (=ἀληθινά), δοκιμή, δοκιμάζω, δοκίμιον (=κριτήριο), δόκημα (=δράμα), δόξα (προσδοκία, γνώμη, λαμπρότης), δοξάζω, δοξαστής, δοξαστικός, ἄδοξος, εὐδόκιμος, εὐδοξία (=καλή φήμη), κακοδοξία (=κακή φήμη), κακόδοξος, κενόδοξος, ὁμόδοξος, ὁμοδοξία, παράδοξος, προσδοκία.

Lexicon Thucydideum

arbitrari, putare, to judge, think, 1.126.6, 1.128.7, 3.11.6, 4.14.2, 4.36.1, 4.62.2, [vulgo commonly παῦσαι] [vulgo commonly ξυνδιασῶσαι], 4.114.4, 5.7.5, 5.14.1, 5.88.1, 6.38.4, 6.104.3, 7.41.4, 7.73.2, 7.77.2, —
videri, putari, to seem, be thought, 1.9.1, 1.9.2, 1.9.3. 1.22.1, 1.22.2. 1.34.3, 1.36.1, 39, 1.44.2, 1.70.1. 1.75.4, 1.76.2, 1.77.1, 1.34.4. 1.5.1, 1.79.2, 1.81.5. 1.83.1. 1.87.2,
Ibid. in the same place 1.3.1. 4. 1.91.5, 1.79.6. 1.95.5. 1.102.2, 1.120.5, 1.122.3, 1.132.3, 1.138.5, 1.141.1, 1.143.3. 2.8.3, 2.8.4, 2.11.3. 2.17.2, 2.18.3, 2.18.4. 2.20.4, 2.21.1, 2.28.1. 2.34.5, 2.35.1. 2.42.2. 2.43.1. 2.53.3, 2.62.1. 2.63.2. 2.65.7, 2.79.2, 2.81.8, 2.85.2. 2.102.1, 2.102.2. 2.6.1. 3.9.2. 3.10.1, 3.11.6. 3.12.2. 3.13.5. 3.35.1. 3.36.2, 3.38.6. 3.42.3, 3.53.3, 3.56.4. 3.57.2, 3.66.2. 3.81.4. 3.81.6, 3.89.5. 3.92.4. 3.95.1, 3.95.3. 4.3.3. 4.10.1. 4.11.4, 4.23.1, 4.27.4. 4.59.1, 4.74.3. 4.75.1. 4.81.1, 4.81.3, 4.81.4, 4.85.6, 4.92.2. 4.118.9. 5.10.4. 5.12.1. 5.40.3, 5.41.3, 5.43.2. 5.44.3, 5.46.3, 5.47.12. 5.50.4, 5.59.4, 5.60.3. 5.72.1, 5.75.3, 5.83.2, 5.84.1. 85, 5.112.3, 5.113.1, 6.11.2. 6.13.1. 6.17.1, 6.17.16.18.4. 6.24.2, 6.24.4. 6.25.2, 6.25.26.26.1, 6.27.3, 6.33.1. 6.33.16.37.2, 6.53.2, 6.55.3. 6.60.1. 6.60.2, 6.61.1. 6.61.2. 6.68.1. 6.70.1. 6.71.2. 6.76.2. 6.80.1. 6.84.1, 6.86.1, 6.88.1, 6.88.2. 6.89.6. 6.92.2, 6.92.26.99.2, 6.100.1. 7.1.4. 7.5.2, 7.11.4, 7.12.3. 7.34.4, 7.36.5, 7.43.2, [hoc deest in nonn. codd. this is lacking in several manuscripts] 7.51.2. 7.56.2, 7.60.3, 7.66.1. 7.69.2, 7.73.1, (signif. dub. meaning doubtful). 7.75.1, 8.4.1, 8.24.5. 8.27.5, 8.33.4, 8.36.2. 8.40.2. 8.48.4. 8.51.3, 8.54.2, 8.56.3. 8.56.38.70.2. 8.73.4, 8.82.3. 8.86.4. 8.87.1. 8.87.3. 8.89.4. 8.90.1, 8.92.10, 8.94.1. 8.96.1.
ut mihi videtur, as it seems to me, 1.3.2, 1.3.3,
item likewise 1.10.4
et and 1.93.7.
mea sententia, in my opinion, 2.41.1, 6.18.4, 6.25.2, 7.87.5, 8.64.5, [alii others δοκεῖ] [praeterea besides 5.16.3, vulgo commonly διὰ τὴν... δοκοῦσαν ἀναχώρησιν, vid. see δόκησις.]—
probabile esse, to seem credible, 4.104.2, —
Impers. impersonal placet, decernitur, censetur, it is resolved, decreed, voted, 1.29.5, 1.31.2, 1.53.1, [Vat. et Reg. Vatican and Regius ἐμβιβάσαντες]... 1.63.1, 1.72.1, 1.82.2, 1.87.4. 1.107.4, 1.118.2, 1.125.2, 1.128.7, 1.134.4. 1.139.3, 2.3.3, 2.6.1, 2.21.2, 2.24.1, 2.77.2. 2.79.6, 2.93.2. 2.93.4, 2.100.5, 3.16.1, 3.28.2, 3.28.3, 3.30.1, 3.35.2. 3.36.2. 3.37.3, 4.8.9, 4.15.1, 4.15.2. 4.21.3, 4.22.3. 4.37.2, 4.57.4. 4.71.1, 4.118.1, 4.118.2. 4.4.1. 6, 4.118.9. 4.11.1, 5.15.1, 5.18.8, 5.18.11, 5.23.6. 5.23.65.29.2. 5.38.1. 5.47.3. 5.47.7. 5.12.1, 5.53.1, 5.77.1. 5.77.6. 5.8.1. 5.8.15.79.1. 5.79.4, [alii others δοκείοι vel or δοκεῖ οἱ, cf. Popp. adn. compare Poppo's note]. 5.82.4, 5.88.1, 5.112.1. 5.112.2, 6.9.1, 6.22.1, 6.23.4, 6.29.3, 6.34.2, 6.34.5, 6.88.1. 7.1.2. 7.4.4, 7.40.4. 7.43.1, 7.43.17.47.3, 7.60.1, 7.60.3, 7.73.2, 7.74.1, [vulgo commonly ἀναλαβόντας] 7.74.2, 7.80.1, [nonnulli codd. several manuscripts καύσαντας]... 8.1.1. 8.1.3, 8.1.4, 8.8.2, [vulgo commonly αὐτοὺς] 8.8.4. 8.11.2. 8.18.2. 8.24.5, 8.39.2, 8.39.28.49.1. 8.58.7, 8.65.1, 8.66.1, 8.67.3. 8.92.10, 8.93.2. PART. in casu absoluto, in the absolute case 1.125.2, 4.125.1, 5.65.3, 5.79.1, 5.93.1,
sententia, opinion, view, 1.84.2,
decretum, placitum, decree, resolution, 3.38.2,
decreta, resolutions, 1.140.1, 3.36.3, 3.49.4.

Translations

think

Adnyamathanha: udikanda; Andi: ургьунну; Arabic: فَكَرَ‎, فَكَّرَ‎, تَفَكَّرَ‎; Hijazi Arabic: فَكَّر‎; Masri: فَكَّر‎; Armenian: մտածել; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܵܫܹܒ݂‎; Avar: ургьизе; Bashkir: уйлау; Bulgarian: мисля; Catalan: pensar; Cherokee: ᎠᏓᏅᏖᎭ; Chichewa: -ganiza; Chinese Cantonese: 諗, 谂; Dungan: нян; Mandarin: 念; Danish: tænke, reflektere; Dutch: denken, nadenken, peinzen, overdenken; Esperanto: pensi; Finnish: miettiä, harkita, kelata; French: réfléchir à, ruminer, penser; Friulian: pensâ; Galician: pensar; Georgian: ფიქრი, მოფიქრება; German: nachdenken, überlegen; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌸𐌾𐌰𐌽, 𐌰𐌷𐌾𐌰𐌽; Greek: σκέφτομαι; Ancient Greek: φρονέω; Haitian Creole: panse; Hawaiian: noʻonoʻo; Hebrew: חָשַׁב‎; Hungarian: gondol; Indonesian: fikir, pikir; Irish: smaoinigh, síl; Italian: pensare, cogitare, ponderare; Japanese: 考える; Javanese: pikir; Kaurna: mukapapanthi, payinthi; Khmer: ពិចារណា, រិះគិត; Kyrgyz: ойлоо; Latin: puto, cogito, meditor, reor, arbitror; Lombard: pensà; Low German: denken, dinken; Macedonian: мисли, размислува; Malay: fikir; Manchu: ᡤᡡᠨᡳᠮᠪᡳ, ᠪᠣᡩᠣᠮᠪᡳ; Mansaka: dumdum; Mauritian Creole: panse; Middle Low German: denken; Mizo: ngaihtuah; Norman: penser; North Frisian: teenk; Norwegian: tenke, fundere; Occitan: pensar; Old Occitan: pensar; Old Saxon: thenkian; Old Turkic: 𐰇‎, 𐰽𐰴𐰣‎; Oriya: ବିଚାର କରିବା, ଚିନ୍ତା କରିବା; Oromo: yaaduu; Persian: فکر کردن‎, اندیشیدن‎; Polish: zastanawiać się; Portuguese: pensar; Quechua: yuyay; Rapa Nui: mana'u; Romanian: gândi, cugeta; Russian: обдумывать, обдумать; Rusyn: думати, удумати; Sanskrit: मन्यते; Scots: hink; Scottish Gaelic: smaoinich; Serbo-Croatian: razmišljati, razmisliti; Slovene: razmišljati, razmisliti; Spanish: pensar; Sundanese: ngamanah; Swahili: -fikiri; Swedish: tänka över; Tagalog: mag-isip; Tamil: யோசி, நினை, எண்ணு; Ternate: ngitu; Thai: คิด, นึก; Tibetan: སྙམ; Tok Pisin: ting, tingting; Turkish: düşünmek; Volapük: meditön, ninälön, süenikön; Walloon: tuzer, pinser; Welsh: meddwl, tybio; West Frisian: tinke; Zealandic: dienke