δροσοειδής
From LSJ
English (LSJ)
δροσοειδές, dew-like, Adv. δροσοειδῶς Gal.Nat.Fac.2.3, al., Paul.Aeg.4.17.
Spanish (DGE)
-ές
I 1en forma de rocío, formando gotas (πόμα) δροσοειδὲς καταρρέον (bebida) que fluye (por la garganta) como en gotas Gal.5.715.
2 portador de lluvia νεφέλη δ. ... τὸ πῦρ ἀποσβέσασα H.Mon.19.8.
II adv. -ῶς en forma de rocío, e.d. formando gotas εἰς πᾶν μόριον ἑλκόμενον τοῦ σπέρματος δ. Gal.2.85, cf. Steph.in Hp.Aph.2.208.19, Paul.Aeg.4.17.2, Sch.Gal.2.24 en ZPE 27.1977.16, τὴν δ. ἐνεσπαρμένην νοτίδα τοῖς ἄνθεσιν Basil.Hex.8.4.
German (Pape)
[Seite 668] ές, thauartig, thauig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δροσοειδής: -ές, = δροσώδης, Παλλάδ. Λαυσιακ. σ. 999.- Ἐπίρ. -ῶς, Βασίλ. 1. 173 (Migne), Γρ. Νύσσ. 1. 312.
Greek Monolingual
δροσοειδής (AM)
δροσώδης.