δυσδίδακτος
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
[ῐ], ον, hard to instruct, Hp.Ep.17.
Spanish (DGE)
-ον incapaz de dejarse enseñar Hp.Ep.17.7.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu unterrichten, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδίδακτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ διδάξῃ τις, δυσμαθής, Ἱππ. Ἐπ. 1283. 12.
Greek Monolingual
δυσδίδακτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο είναι δύσκολο να διδάξει κανείς.