δυσδερκής

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδερκής Medium diacritics: δυσδερκής Low diacritics: δυσδερκής Capitals: ΔΥΣΔΕΡΚΗΣ
Transliteration A: dysderkḗs Transliteration B: dysderkēs Transliteration C: dysderkis Beta Code: dusderkh/s

English (LSJ)

δυσδερκές,
A ill to look upon, grim, ugly, ib.3.263, H.1.47.
II hard to see, faint, ἴχνη Id.C.1.102, cf. 451.

Spanish (DGE)

-ές
1 difícil de ver, poco visible ἴχνη Opp.C.1.102, στιβίη Opp.C.1.451.
2 que ve con dificultad ὕαινα Opp.C.3.263, cf. 3.290.
3 de aspecto terrible νεκρός Opp.H.5.320, θήρ Opp.H.5.667, κήτεα Opp.H.1.47.

German (Pape)

[Seite 677] ές, übel anzusehen, scheußlich, Opp. C. 3, 263.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδερκής: -ές, μόλις βλέπων, σχεδὸν τυφλός, Ὀππ. Κ. 3. 263.

Greek Monolingual

δυσδερκής, -ές (Α)
αυτός που μόλις και μετά βίας βλέπει, ο σχεδόν τυφλός.