εκγλυφή

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

η (Α ἐκγλυφή)
νεοελλ.
1. σκάλισμα, κοίλανση («εκγλυφὴ επίπλου»)
2. κοιλότητα που γίνεται από εκγλυφίδα
αρχ.
εκκόλαψη.