Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
ἐκμιαίνω (Α)1. μολύνω υπερβολικά2. παθ. ἐκμιαίνομαιχύνω το σπέρμα μου.