εκτροπίαση

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

η
η ασθένεια του κρασιού που προκαλείται από χημικά αίτια, κατά την οποία χάνει το άρωμα και τη διαύγειά του, θολώνει και η γεύση του γίνεται ξινή.