ελκώδης
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek Monolingual
-ες (AM ἑλκώδης, -ες)
1. αυτός που μοιάζει με έλκος, που εμφανίζει συμπτώματα έλκους («ελκώδης πληγή», «ἑλκώδης χρώς»)
2. γεμάτος έλκη («ἑλκώδεις κνῆμαι»)
νεοελλ.
φρ. «ελκώδες έντερο» — η μοίρα του λεπτού εντέρου μεταξύ πέρατος του δωδεκαδακτύλου και ειλεοκολικής μοίρας
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί έλκη
2. ευερέθιστος.