εμπειρισμός
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
ο
1. ενέργεια που στηρίζεται στην πρακτική γνώση
2. εμπειριαρχία, εμπειριοκρατία
3. εξάσκηση της ιατρικής η οποία στηρίζεται μόνο στα δεδομένα της πείρας.