εμπόλεμος

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐμπόλεμος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε πόλεμο, που διεξάγει πόλεμο («εμπόλεμα κράτη»)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι εμπόλεμοι
αυτοί που πολεμούν μεταξύ τους
3. ο πολεμικός, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πόλεμο (α. «εμπόλεμη κατάσταση» — η θέση ενός κράτους που διεξάγει πόλεμο
β. «εμπόλεμη δύναμη συντάγματος» — ο αριθμός τών ανδρών συντάγματος που προβλέπεται σε καιρό πολέμου
γ. «εμπόλεμη ζώνη» — πολεμική περιοχή, ζώνη επιχειρήσεων).