ενετικός

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἑνετικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην Ενετία ή στην ενετοκρατία, βενετικός, βενετσιάνικος («ενετικά τείχη» — τείχη που κατασκευάστηκαν από τους Ενετούς, κατά την ενετοκρατία).