ενισχύω
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
(AM ἐνισχύω) ισχύω
δυναμώνω, βοηθώ, ισχυροποιώ, ανακουφίζω («τον ενίσχυσε χρηματικά»)
αρχ.
1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.)
2. (απολ.) ισχύω, κρατώ
3. αποκτώ δυνάμεις («λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν», ΚΔ)
4. φρ. «ἐνισχύει ὡς» — επικρατεί η γνώμη ότι («ἐνίσχυσεν ὡς τὴν τῶν ἄστρων εὕρεσιν ἐποιήσαντο» — επικράτησε η γνώμη ότι..., ΚΔ).