εννύχιος

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

ἐννύχιος, -α, -ον και ἐννύχιος, -ον (Α) νύχιος
1. νυκτερινός, κατά τη νύχτα, σε νυχτερινή ώρα («ἐννύχιος προμολών», Ομ. Ιλ.)
2. ο περικυκλωμένος από σκοτάδι, σκοτεινός, ζοφερός («ἐννυχίαισι φροντίσι», Αριστοφ.)
3. φρ. «ἄναξ ἐννυχίων» — ο βασιλιάς τών νεκρών, που κατοικούν στις χώρες της Νύχτας («ἐννυχίων ἄναξ Ἀϊδωνεῡ», Σοφ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐννύχιον κρύπτεις, σκοτεινῶς καὶ δολίως, τινὲς δὲ ἐμμύχιον, ἐν τῷ μυχῷ».