εξάπους

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source

Greek Monolingual

-ουν και εξάποδος, -η, -ο (AM ἑξάπους, -ουν)
1. αυτός που έχει έξι πόδια
2. το ουδ. ως ουσ. τα εξάποδα
τα έντομα ή ζώα που έχουν έξι πόδια
3. αυτός που έχει μήκος έξι ποδών, εξάπεδος
3. (μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες («μέτρον ἡρωικόν ἐστιν, ἑξάπουν», Δίον. Αλ.).