Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εξαίρετος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐξαίρετος, -ον) εξαιρώ
1. εκλεκτός, διαλεχτόςεξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῖκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.)
2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ' εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαίρετον
ό,τι δίδεται στον επιζώντα σύζυγο εκτός της κληρονομικής του μερίδας σε περίπτωση «διαδοχής εξ αδιαθέτου»
αρχ.
1. διαφορετικός
2. αυτός που εξαιρείται («ἀπέκτεινον και ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα», Θουκ.)
3. αυτός που αποχωρίζεται, ξεχωρίζεται για ορισμένο σκοπό («καὶ χίλια τάλαντα ἀπὸ τῶν ἐν τῇ ἀκροπόλει χρημάτων ἔδοξεν αύτοῖς ἐξαίρετα ποιησαμένους χωρὶς θέσθαι», Θουκ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαίρετον
α) διακριτικό σημάδι
β) ξεχωριστός χαρακτήρας
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαίρετα
α) αναλώματα
β) μέρη μηχανήματος
γ) δώρα.
επίρρ...
εξαίρετα (AM ἐξαιρέτως)
1. σε εξαίρετο βαθμό, πάρα πολύ
2. πολύ καλά, θαυμάσια
αρχ.-μσν.
ιδίως, προπάντων
αρχ.
αποκλειστικά, εντελώς ξεχωριστά.