εξαιρετικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐξαιρετικός, -ή, -όν) εξαιρώ
1. αυτός που αποτελεί εξαίρεση από το κανονικό, ασυνήθιστος («εξαιρετική ανάγκη, περίπτωση»)
2. εκλεκτός, σπουδαίος, έξοχος («εξαιρετική ευφυΐα, επιμέλεια»)
3. (για κακό) υπερβολικός («εξαιρετική αφηρημάδα»)
αρχ.
αυτός που έχει τη δύναμη ή τη δυνατότητα να εξαιρεί.