εξόδευμα
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Greek Monolingual
και ξόδεμα, το εξοδεύω
1. κατανάλωση, δαπάνη
2. πώληση εμπορευμάτων.