επίσημο

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source

Greek Monolingual

το (Α ἐπίσημον) σήμα
μικρή σημαία που υψώνεται στην πρώρα τών πολεμικών πλοίων, κν. τσαμαδούρα
αρχ.
1. διακριτικό σημάδι, σύμβολο (π.χ. εθνόσημο, οικόσημο) («ἄνευ γὰρ ἐπισήμου οὔ σφι νόμος ἐστὶ ἔχειν σκῆπτρον», Ηρόδ.)
2. (για ασπίδα) διακριτικό σημάδι στο κέντρο της ασπίδας
3. σημάδι ή σύμβολο χαραγμένο σε νομίσματα
4. παράσταση πάνω σε σφραγίδα
5. στον πληθ. ἐπίσημα
ιερογλυφικά
6. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσημα
τὰ ἐπί προσώπου σημεῖα».